νυχθημερινός
English (LSJ)
νυχθημερινή, νυχθημερινόν, = νυχθήμερος (lasting a day and night,), διάστημα Cleom. 1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νυχθημερινός: -ή, -όν, = νυχθήμερος, Κλεομήδ. σ. 39.
Greek Monolingual
νυχθημερινός, -ή, -όν (Α) νυχθήμερος (Ι)]
νυχθήμερος.