νυχθήμερος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
α, ον,
A lasting a day and night, δρόμοι Peripl.M.Rubr.15; πλοῦς Scymn.957.
II as substantive νυχθήμερον, τό, a night and a day, the space of 24 hours, 2 Ep.Cor.11.25, Gal.7.508, Cleom.1.6, Ptol.Alm.3.9, Herm. ap. Stob.1.21.9, Gp.5.8. S, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dure un jour et une nuit ; τὸ νυχθήμερον durée d'un jour et d'une nuit, càd 24 heures.
Étymologie: νύξ, ἡμέρα.
Greek (Liddell-Scott)
νυχθήμερος: -α, -ον, ὁ διαρκῶν μίαν ἡμέραν καὶ μίαν νύκτα, δρόμοι Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 15· - ὡς οὐσιαστ., νυχθήμερον, τό, τὸ ἡμερονύκτιον, δηλ. χρονικὸν διάστημα 24 ὡρῶν, Β΄ Ἐπιστ. π. Κοριν. ια΄, 25, Γεωπ. 5. 8, 8, Πρόκλ., κτλ.· πληθ. νυχθήμερα, Χρησμ. Σιβ. 8. 203.
Greek Monolingual
(I)
νυχθήμερος, -έρα, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. το νυχθήμερον
το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το ημερόνυχτο
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) κατά τη διάρκεια μιας μέρας και μιας νύχτας
αρχ.
αυτός που διαρκεί ένα ημερονύκτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἡμέρα.
(II)
ο
ζωολ. γένος ορνιθόμορφων πτηνών.