ἐπίνοστον, for a return, ᾠδή Hsch. s.v. ἱμαῖος.
ἐπίνοστος: ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.
ἐπίνοστος, -ον (Α)αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.).