ὁ, a suckling, Hsch. (nisi leg. θηλαμόνος).
[Seite 1207] ὁ, Säugling, Hesych.
θηλᾰμινός: ὁ, ὁ «βυζαίνων», τὸ «βυζαχτάρικον», Ἡσύχ., ἔνθα ὁ Λοβ. Παθ. 201 θηλαμόνος.