Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ατος, τό, = ξάσμα, Hsch. s.v. πεῖκος.
[Seite 274] τό, = ξάσμα, Hesych.
ξάμμα: τό, ξάσμα, ἔριον ἐξασμένον, Ἡσύχ. ἐν λέξει πεῖκος.
το (Α ξάμμα) ξαίνωξάσμα, ξασμένο μαλλί.