μολούω

Revision as of 09:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

inf. -ειν· ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας, Hsch.; cf. μολεύω.

German (Pape)

[Seite 200] = μολεύω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μολούω: ὅρα μολεύω. ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολούειν· «ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».

Greek Monolingual

μολούω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μολούειν
ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του μολεύω (ΙΙ), πιθ. κατ' αναλογία προς το κολούω.