-εως, ἡ, (ὀχθέω) indignation, vexation, Hsch.
[Seite 430] ἡ, Zorn, Unwille, Hesych. erkl. θόρυβος, τάραχος.
ὄχθησις: ἡ, (ὀχθέω) «θόρυβος, τάραχος» Ἡσύχ.