πετηλίς

Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, locust, Hsch. πέτηλον, τό, v. πέταλον.

Greek (Liddell-Scott)

πετηλίς: -ίδος· «ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].