πυρισπόρος

Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πυρισπόρον, = πυρίσπαρτος (sowing fire, inflaming), PMagPar. 1.596.

German (Pape)

[Seite 823] Feuer säend,? – πυρίσπορος, im Feuer gesäet, geboren, Opp. Cyn. 4, 304 Orph. Hymn. 44, 1. 51, 2.

Spanish

sembrador de fuego

Greek Monolingual

-ον, Α
πυρίσπαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. φυτοσπόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργητική σημασία].

Léxico de magia

-ον sembrador de fuego de la divinidad suprema ἐπάκουσόν μου, ἄκουσόν μου, ... πυρισώματε, φωτοδῶτα, πυρισπόρε escúchame, escúchame a mí, tú que tienes cuerpo de fuego, dador de luz, sembrador de fuego (entre voces mágicas) P IV 596