πυραμιδοειδής

Revision as of 09:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].