κατώρης

Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ες, = κάτω ῥέπων, Hsch. (κατωρής cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατώρης: -ες, = κατήρης, «κάτω ῥέπων» Ἡσύχ., μετ’ ἐσφαλ. τονισμοῦ κατωρής· ἴδε Λοβεκ. Ἀνθ. Π. 275.

Greek Monolingual

κατώρης, -ώρες (Α)
1. δ. γρφ. του κατάρης
2. (κατά τον Ησύχ.) «κάτω ῥέπων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ώρης (< ὄρνυμαι «εξορμώ»), πρβλ. αυτώρης, νεώρης. Το -ω- λόγω εκτάσεως εν συνθέσει].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατώρης -ες [καταράττω] Aeol. verwoestend:. ἄνεμος κ. verwoestende wind Alc. 412.
κατώρης [κάτω] neervallend (van de wind).

German (Pape)

κατήρης, κάτω ῥέπων, Hesych.