ἀκρόπαθον, f.l. for ἀκρόπλοος, q.v.
-ον medic. superficial de un tumor, Hp.Prorrh.2.11.
[Seite 84] oben leidend, Hippocr., l. d.
ἀκρόπαθος: -ον, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἀκρόπλοος, ὃ ἴδε.