φοιβητῆρος, ὁ, = φοιβητής (prophet), PMagLond. 47.17 (dub.l.).
-ῆρος, ὁ, Αφοιβητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «προφητεύω» + κατάλ. -τήρ].