τά, (θυράζω) ἀφοδεύματα, Hsch.
θυράγματα: τά, (θυράζω) = ἀφοδεύματα, Ἡσύχ.
θυράόγματα, τὰ (Α) θυράζω(κατά τον Ησύχ.) «ἀφοδεύματα».