θυράζω

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυράζω Medium diacritics: θυράζω Low diacritics: θυράζω Capitals: ΘΥΡΑΖΩ
Transliteration A: thyrázō Transliteration B: thyrazō Transliteration C: thyrazo Beta Code: qura/zw

English (LSJ)

aor. inf. θυράξαι, thrust out of doors, Hsch.

Greek Monolingual

θυράζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.) σπρώχνω έξω από τη θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. Αβέβαιος τ., για την ύπαρξη του οποίου συνηγορεί η γλώσσα του Ησύχ. θυράγματα
αφοδεύματα].