γωνίωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, name for a pulse, coined by Archig. ap. Gal.9.324.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 punta Sch.Gen.Il.8.297 (p.87).
2 pulso abrupto, pulso no regular n. acuñado por Archig. en Gal.9.324.
Greek (Liddell-Scott)
γωνίωσις: -εως, ἡ, καμπὴ ἐν σχήματι γωνίας, «καμπὴ οὐχ ὡς κύκλου περιφέρεια, ἀλλ’ ὡς τριγώνου κορυφὴ» Γαλην. 8, 275.
German (Pape)
ἡ, Krümmung, Ecke, Sp.