δυσσύμβατος

Revision as of 09:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δυσσύμβατον, ill-agreeing, πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.

Spanish (DGE)

-ον
que se aviene mal, que se asocia difícilmente (πόλις) ... πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plu.2.661c.

German (Pape)

[Seite 688] schwer übereinkommend, sich schwer vereinigend, Plut. Symp. 4, 1, 2, πρός τι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'associe difficilement à, qui répugne à, πρός et l'acc..
Étymologie: δυσ-, συμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

δυσσύμβᾰτος: трудно сочетающийся, несоединимый (πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Plut. - v.l. δυσέμβατος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσσύμβᾰτος: -ον, δυσκόλως συμφωνῶν, συμβιβαζόμενος, πρός τι Πλούτ. 2. 661C.

Greek Monolingual

δυσσύμβατος, -ον (Α)
αυτός που συμβιβάζεται ή συμφωνεί δύσκολα.