-ατος, τό, = πρόβατον, Hsch.
[Seite 710] τό, = πρόβατον, Hesych.
προβάτημα: τό, = πρόβατον, Ἡσύχ.
τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) το πρόβατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον, κατά τα κτήματα, βοσκήματα].