προικίδιον
English (LSJ)
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite dot.
Étymologie: προίξ.
Russian (Dvoretsky)
προικίδιον: (ῐδ) τό [demin. к προΐξ небольшое или жалкое приданое Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προικίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προίξ, Πλούτ. 2. 767C.