πλακωτή

Revision as of 09:35, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, a form of καδμεία (cf. πλακίτης ΙΙ), Dsc.5.74.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλακώ
είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις.