(ἅλμη) steep in brine, pickle, Id.2.111 (Pass.).
[Seite 108] einsalzen, in Salzlake einlegen, Diosc.
ἁλμεύω (Α)βάζω σε άλμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλμη.ΠΑΡ. ἅλμευσις.