σκάφος, λεκάνη, Hsch.
στάφος: «σκάφος. λεκάνη» Ἡσύχ.
τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «σκάφος, λεκάνη».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί σκάφος.