ἀνδριαντουργός
English (LSJ)
ὁ, (ἔργον) = ἀνδριαντοποιός, Gal.19.162.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ escultor Gal.19.162.
German (Pape)
[Seite 217] = ἀνδριαντοποιός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντουργός: ὁ, (ἔργον) = ἀνδριαντοποιός, Γαλην.
ὁ, (ἔργον) = ἀνδριαντοποιός, Gal.19.162.
-οῦ, ὁ escultor Gal.19.162.
[Seite 217] = ἀνδριαντοποιός, Sp.
ἀνδριαντουργός: ὁ, (ἔργον) = ἀνδριαντοποιός, Γαλην.