ἀκάθαρτος (Cypr.), Hsch.
-ονcarente de miedo Sud.α 451, Anecd.Ludw.199.14, Et.Gud.511.16.
ἄδειος: -ον, ὁ, «ἀκάθαρτος, Κύπριοι», Ἡσύχ. «ἀδειὴς ἄφοβος· καὶ ἄδειος ὁμοίως», Σουΐδ., νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ κενός.