ἀκάθαρτος

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓κᾰ́θᾰρτος Medium diacritics: ἀκάθαρτος Low diacritics: ακάθαρτος Capitals: ΑΚΑΘΑΡΤΟΣ
Transliteration A: akáthartos Transliteration B: akathartos Transliteration C: akathartos Beta Code: a)ka/qartos

English (LSJ)

ἀκάθαρτον, (καθαίρω)
A uncleansed, foul, ἀήρ Hp.Aër.6; of the body, Arist.Pr.883b27; ἕλκος Hp.Fract. 27; of a woman, quae menstrua non habet, Demad.Fr.4, Luc.Lex.19; of ceremonial impurity, LXX Le.12.2, al., IG3.74.3.
b unpurified, Pl.Lg.866a, 868a.
2 morally unclean, impure, Pl.Phd.81b, D.19.199, etc.; ἀκάθαρτε = thou beast! Bato5; = μανιώδης, Achae.30; ἀκάθαρτον πνεῦμα LXX Za.13.2, Ev.Matt.12.43, cf. PMag.Par.1.1238. Adv. ἀκαθάρτως = impurely, ἀκαθάρτως ἔχειν = be impure Pl.Ti.92b.
3 of things, not purged away, unpurged, S.OT256, Pl.Lg.854b.
b unpruned, Thphr.CP1.15.1.
c ceremonially unclean, of food, LXX Le.5.2, al., Act.Ap.10.14.
d not sifted, containing impurities, PPetr.2p.8 (iii B. C.).
II Act., not fit for cleansing, [φάρμακα] ἑλκέων ἀκαθαρτότερα Aret.CD1.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰκᾰ-]
I 1 impuro, contaminado ἠήρ Hp.Aër.6
de árboles no podado Thphr.CP 1.15.1
subst. τὰ ἀ. malas hierbas, rastrojos εἰς καθαρισμὸν τῆς αὐτῆς γῆς ἀκανθίνων καὶ ἄλλων ἀκαθάρτων CPR 8.22.82 (IV d.C.).
2 en sent. médico y a veces médico-relig. impuro de llagas ἕλκος Hp.Fract.27, ὅταν τὸ σῶμα ἀκάθαρτον ᾖ = cuando el cuerpo está impuro (se producen llagas), Arist.Pr.883b27
de mujeres que no tienen la menstruación, Luc.Lex.19
en sent. médico-relig. γυνή LXX Le.15.25, esp. de los leprosos, LXX Le.14.44.
3 no despejado para el atraque de barcos ἀλίμενοςχώρα ... καὶ ἀ. Peripl.M.Rubri 20.
II 1 no expiado, no purgado πρᾶγμα S.OT 256.
2 no purificado después de cometer un asesinato ἀ. ὢν εἰς τὰ ἱερὰ ... πορεύεσθαι Pl.Lg.868a, cf. 866a
impuro ἀ. ἔσται ἕως ἑσπέρας LXX Le.11.39, 40, ὁ ἁπτόμενος τῶν θνησιμαίων LXX Le.11.36, cf. IG 22.1366.3 (Sunion II/III d.C.), Act.Ap.10.14
de animales y alimentos impuro, inmundo βρῶμα LXX Le.11.34, ποτόν LXX Le.11.34, cf. 11.29, σῦς Ph.1.322, ἀκάθαρτον πνεῦμα = espíritu inmundo LXX Za.13.2, Eu.Matt.12.43
simpl. como insulto ὁπόταν ... ἀπολυτρώσῃ τῶν μακροτάτων καὶ ἀδίκων καὶ ἀκαθάρτων λύτρων = cuando ... (el posadero) libera (a sus huéspedes) sólo después de (pagar) unos rescates altísimos, injustos y criminales Pl.Lg.919a, ἀκάθαρτε = ¡asqueroso! Bato 5.2.
3 sent. moral o fil. impuro ψυχή por su constante rel. c. el cuerpo, Pl.Phd.81b, cf. Pythag.B 1a(31), καθαρὰς ἡδονὰς καὶ ἀκαθάρτους Pl.Phlb.52c, cf. D.19.199, Ph.2.333.
III compar., c. gen. menos purgante (φάρμακα) ἑλκέων ἀκαθαρτότερα Aret.CD 1.8.4.
IV adv. ἀκαθάρτως = impuramente ἔχειν Pl.Ti.92b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non purifié, impur ; au sens relig. non expié.
Étymologie: , καθαίρω.

German (Pape)

unrein, gew. lasterhaft, Plat. oft; Dem. 19.199; Schimpfwort, Bat. com. Ath. III.103e; – nicht gesühnt, Soph. O.R. 256; ἀδίκημα Plat. Legg. IX.854b; – act., nicht reinigend, Medic.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάθαρτος: (κᾰ)
1 нечистый (σῶμα Arst.);
2 культ. неочищенный, неискупленный (πρᾶγμα Soph.; ἀδίκημα Plat.);
3 испорченный, порочный (ψυχή Plat.);
4 физиол. не имеющая очищений (γυνή Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάθαρτος: -ον, (καθαίρω) = ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, μεμολυσμένος, ἀήρ, Ἱππ. Ἀέρ. 283· περὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Προβλ. 5. 27· ἐπὶ γυναικός, ἡ μὴ ἔχουσα τὰ καταμήνια αὐτῆς, Λουκ. Λεξιφ. 19. β) ὁ μὴ κεκαθαρμένος, Πλάτ. Νόμ. 866Α, 868Α· ἀκάθαρτε, κτῆνος! Βάτων, ἐν «Συνεξαπατῶντι» 1. 2. 2) ἠθικῶς ἀκάθαρτος, οὐχὶ ἁγνός, Πλάτ. Φαίδων, 81Β, κτλ.· ὡσαύτως ὡς τὸ μανιώδης, Ἀχαιὸς παρ᾿ Ἡσυχ. - Ἐπίρρ. ἀκαθάρτως ἔχειν, Πλάτ. Τίμ. 92Α. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ μὴ καθαρθέν, Σοφ. Ο. Τ. 256., Πλάτ. Νόμ. 854Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἀκατάλληλος πρὸς καθαρισμόν, [φάρμακα] ἑλκέων ἀκαθαρτότερα, Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 8.

English (Abbott-Smith)

ἀκάθαρτος, -ον (< ἀ- neg., καθαίρω), [in LXX chiefly for טָמֵא;]
unclean, impure;
(a)physically (LS, MM, VGT, s.v.);
(b)ceremonially: Ac 10:14,28 11:8, I Co 7:14, II Co 6:17, Re 18:2;
(c)morally: Eph 5:5, Re 17:4; c. πνεῦμα, as always in Gosp., Mt 10:1 12:43, Mk 1:23,26,27 3:11,30 5:2,8,13 6:7 7:25 9:25, Lk 4:33,36 6:18 8:29 9:42 11:24, Ac 5:16 8:7, Re 16:13 (cf. Cremer, 320). †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of καθαίρω (meaning cleansed); impure (ceremonially, morally (lewd) or specially, (demonic)): foul, unclean.

English (Thayer)

(καθαίρω) (from Sophocles down), in the Sept. equivalent to טָמֶא, not cleansed, unclean;
a. in a ceremonial sense, that which must be abstained from according to the levitical law, lest impurity be contracted: unclean in thought and life (frequent in Plato): τά ἀκάθαρτα τῆς πορνείας, πνεύματα, demons, bad angels (in twenty-three passages of the Gospels, Acts, and Revelation): πνεύματα πονηρά in Acts 19:12f, 15f).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκάθαρτος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος
2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος
3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος
4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί
5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει ξένες ή περιττές ουσίες, ο ακαθάριστος
6. (Εκκλ. φρ.) «ακάθαρτον πνεύμα» — ο διάβολος
(ΜΝ) (για ζώα και πτηνά) αυτός που δεν τρώγεται το κρέας του
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καθαρθεί με το βάπτισμα, ο αβάφτιστος (αποδίδεται σε Ιουδαίους και Μωαμεθανούς)
2. (για γυναίκα) εκείνη που βρίσκεται στην περίοδο της εμμήνου ροής
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει καθαρθεί με ειδική τελετουργία
2. (για τροφές) η απαγορευμένη από τον Μωσαϊκό Νόμο
3. (για γυναίκα) αυτή που παρουσιάζει καθυστέρηση στην εμμηνορρυσία
4. (για συμβάντα) όποιο δεν έχει ξεκαθαρίσει και παραμένει ανεξήγητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καθαρτός < καθαίρω.
ΠΑΡ. ακαθαρσία
αρχ.
ἀκαθαρτίζομαι.
ΣΥΝΘ. ακαθαρτοφαγία].

Greek Monotonic

ἀκάθαρτος: -ον (καθαίρω),
I. ρυπαρός, βρώμικος, μολυσμένος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀκαθάρτως ἔχειν, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, αυτός που δεν έχει εξαγνιστεί, μιαρός, μολυσμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

καθαίρω
I. uncleansed, unclean, impure, Plat.:—adv., ἀκαθάρτως ἔχειν Plat.
II. of things, not purged away, Soph.

Chinese

原文音譯:¢k£qartoj 阿-卡他而拖士
詞類次數:形容詞(30)
原文字根:不-下去 上來的 相當於: (טָמֵא‎)
字義溯源:不純潔的,不潔淨的,污穢的,污;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(καθαίρω)=潔淨)組成;而 (καθαίρω)出自(καθαρός)*=潔淨的)。這字大部分用在福音書和行傳中,形容那些鬼為‘污’鬼,或‘污’靈;保羅只在書信中用了三次,中譯為:不潔淨的,污穢的
出現次數:總共(30);太(2);可(11);路(6);徒(5);林前(1);林後(1);弗(1);啓(3)
譯字彙編
1) 污(21) 太10:1; 太12:43; 可1:23; 可1:26; 可1:27; 可3:11; 可3:30; 可5:2; 可5:8; 可5:13; 可6:7; 可7:25; 可9:25; 路4:33; 路4:36; 路6:18; 路8:29; 路9:42; 路11:24; 徒5:16; 徒8:7;
2) 污穢的(2) 弗5:5; 啓16:13;
3) 不潔之物(2) 徒10:14; 徒11:8;
4) 污穢之(1) 啓18:2;
5) 污穢(1) 啓18:2;
6) 不潔淨(1) 林前7:14;
7) 不潔淨的(1) 徒10:28;
8) 不潔淨的物(1) 林後6:17

English (Woodhouse)

impure, indecent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον en pap. crist. impuro de espíritus ὁρκίζω ὑμᾶς, ἀκάθαρτα πνεύματα, τὸν κύριον κακοῦντα os conjuro a vosotros, espíritus impuros, que dañáis al Señor C 10 20 αἱ ἀρχαὶ καὶ ἐξουσίαι καὶ κοσμοκράτορες τοῦ σκότους, ἢ καὶ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἢ πτῶσις δαίμονος ... μὴ ἰσχύσωσι κατὰ τῆς εἰκόνος que los Principados y Potencias y los señores de las tinieblas, ya sea un espíritu impuro o aparición de un demon, no tengan fuerza contra su imagen C 13 15 ἐξορκισμὸ<ς> Σαλομῶνος πρὸς πᾶν ἀκάθαρτον πν(εῦμ)α exorcismo de Salomón contra todo espíritu impuro C 17 10 de demonios ὑπόταξόν μοι πᾶν πν(εῦμ)α δαιμονίων φθειροποιούντων ἀκαθάρτων somete a mí todo espíritu de demonios destructivos e impuros C 13a 4

Translations

Bulgarian: мръсен; Catalan: brut; Danish: urenlig; Dutch: onrein; Estonian: must, räpane; Finnish: likainen, epäpuhdas; Ancient Greek: ἀκάθαρτος; Latin: impurus; Latvian: netīrs; Manx: neuglen; Maori: poke, paru, paruparu, maniheko; Norwegian Bokmål: ureinslig, urenslig; Nynorsk: ureinsleg; Pashto: سخا‎, خيرن‎; Plautdietsch: orrein; Portuguese: sujo; Rapa Nui: havahava; Romanian: murdar; Russian: нечистый, грязный; Serbo-Croatian Cyrillic: нѐчист, пр̏љав; Roman: nèčist, pȑljav; Sundanese: lolo; Swedish: smutsig, oren