χρεωφειλέτης, Hsch.
ἐπισαχθής: (-είς;)· «ὁ ὀφειλέτης», Ἡσύχ.
ἐπισαχθής, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «χρεωφειλέτης».