ἀντέκτασις
English (LSJ)
Spanish (DGE)
ἀνταπόδοσις Hsch.
German (Pape)
[Seite 245] ἡ, das dagegen Ausstrecken, Vergleichen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέκτασις: -εως, ἡ, Ἡσύχ., πιθ. διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀντέκτισις.
ἀνταπόδοσις Hsch.
[Seite 245] ἡ, das dagegen Ausstrecken, Vergleichen, VLL.
ἀντέκτασις: -εως, ἡ, Ἡσύχ., πιθ. διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀντέκτισις.