Δαειρίτου, ὁ, priest of Daeira, Poll.1.35.
-ου, ὁ Dairita sacerdote de Perséfone, Poll.1.35.
Δαειρίτης, ο (Α) Δάειρα, ιερεύς της Δαείρας (Περσεφόνης).