ἀγλαόφωνος
English (LSJ)
ἀγλαόφωνον, with a splendid voice, Procl.3.2.
Spanish (DGE)
-ον
de voz espléndida ἀ. ἀοιδός prob. del emperador Adriano Orac.Sib.12.173, de las musas ἐννέα θυγατέρας ... Διὸς ἀγλαοφώνους Procl.H.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόφωνος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὰν φωνήν, Πρόκλ. Ὕμ. Μούσ. 2.
German (Pape)
Μοῦσαι, schönstimmig, Procl. H. Mus. 2.