ἐχίδιον
English (LSJ)
τό,
A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.
German (Pape)
[Seite 1126] τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.
τό,
A young viper, Arist.HA558a29 (v.l. ἐχίδνιον); cf. ἐχείδιον.
[Seite 1126] τό, = ἐχείδιον, Arist. H. A. 5, 1, μικρόν.