ἐχείδιον

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχείδιον Medium diacritics: ἐχείδιον Low diacritics: εχείδιον Capitals: ΕΧΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: echeídion Transliteration B: echeidion Transliteration C: echeidion Beta Code: e)xei/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔχις, little adder, Suid. s.v. ἔχις; cf. ἐχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔχις, μικρὰ ἔχιδνα, «ἐχείδιον, ὀφείδιον» Σουΐδ., πρβλ. καὶ Ζωναρ.

Greek Monolingual

ἐχείδιον και ἐχίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ἔχις) μικρή έχιδνα, οχιά, οχίτσα.

German (Pape)

dim. von ἔχις, kleine Otter, Suid. S. ἐχίδιον.