ἐγκαταχωρίζω
English (LSJ)
A place in:—Pass., ῥυθμοὶ -κεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).
German (Pape)
[Seite 706] einstellen, -setzen, Sp.
A place in:—Pass., ῥυθμοὶ -κεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).
[Seite 706] einstellen, -setzen, Sp.