ἔξυγρον, watery, liquid, Hp.Acut.(Sp.) 1.
[Seite 889] ganz feucht, ganz wässerig, Hippocr.
ἔξυγρος: -ον, ὑδαρής, τά τε ὑποχωρήματα ἔξυγρα καὶ ὠχρὰ γίνεται Ἱππ. 396. 14.
ἔξυγρος, -ον (Α)υδαρής («τὰ ὑποχωρήματα [τα περιττώματα] ἔξυγρα καὶ ὠχρὰ γίνεται»).