υδαρής
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monolingual
-ές / ὑδαρής, -ές, ΝΜΑ ὕδωρ, -ατος]
υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος
3. (για το χρώμα της επιδερμίδας) ωχρός
4. μτφ. i) εξασθενημένος, αδύναμος
ii) προσποιητός.
επίρρ...
ὑδαρῶς ΜΑ
1. με ανάμιξη νερού
2. με χαλαρότητα («ὑδαρῶς τὰ πάντα καὶ κακῶς ἐδίδασκε», Επιφάν.).