τριβάρβαρος

Revision as of 09:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τριβάρβαρον, thrice-barbarous, Plu.2.14b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.

German (Pape)

sehr barbarisch, Plut. educ.lib. 20.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + βάρβαρος.