μύθα

Revision as of 09:42, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φωνή (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 214] cvprisch = φωνή, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μύθα: «φωνή· Κύπριοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μύθα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του μῦθος παραδεδομένος από τον Ησύχιο (πρβλ. μύθαρ)].