φωνή (Cypr.), Hsch.
[Seite 214] cvprisch = φωνή, Hesych.
μύθα: «φωνή· Κύπριοι» Ἡσύχ.
μύθα (Α)(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φωνή».[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του μῦθος παραδεδομένος από τον Ησύχιο (πρβλ. μύθαρ)].