μῦθος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῦθος Medium diacritics: μῦθος Low diacritics: μύθος Capitals: ΜΥΘΟΣ
Transliteration A: mŷthos Transliteration B: mythos Transliteration C: mythos Beta Code: mu=qos

English (LSJ)

ὁ,
A word, speech, freq. in Hom. and other Poets, in sg. and pl., ἔπος καὶ μῦθος Od.11.561; opp. ἔργον, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων Il.9.443, cf. 19.242; esp. mere word, μύθοισιν, opp. ἔγχεϊ, 18.252; ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ A.Pr.1080 (anap.), etc.:—in special relations:
2 public speech, μ. ἄνδρεσσι μελήσει Od.1.358; μύθοισιν σκολιοῖς Hes.Op.194; μύθου ἐπισχεσίη the submission of a plea, Od.21.71; πρὶν ἂν ἀμφοῖν μ. ἀκούσῃς, οὐκ ἂν δικάσαις Ar.V.725; μύθοισι κεκάσθαι to be skilled in speech, Od.7.157.
3 conversation, mostly in plural, 4.214,239, etc.
4 thing said, fact, matter, μῦθον δέ τοι οὐκ ἐπικεύσω ib.744; τὸν ὄντα μ. E.El.346; threat, command, ἠπείλησεν μῦθον Il.1.388, cf. 25, 16.83; charge, mission, 9.625; counsel, advice, 7.358.
5 thing thought, unspoken word, purpose, design, 1.545 (pl.); μύθων οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.4.676, cf.777; ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον 15.445; ἔχε σιγῇ μ., ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσι 19.502, cf. 11.442; matter, θεοῖσι μῦθον ἐπιτρέψαι 22.289; μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν = the reason why... 3.140.
6 saying, κατὰ τὸν ἡμέτερον μ. Pl.Epin.980a; οὐκ ἐμὸς ὁ μ. ἀλλ'… E.Fr.484, cf. Pl.Smp.177a, Call.Lav.Pall.56, Ph.1.601, Plu. 2.661a; saw, proverb, τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ A.Ch.314 (anap.).
7 talk of men, rumour, ἀγγελίαν… τὰν ὁ μέγας μ. ἀέξει S.Aj.226 (lyr.), cf. 188 (lyr., pl.), E.IA72; report, message, S.Tr.67 (pl.), E.Ion1340.
II tale, story, narrative, Od.3.94, 4.324, S.Ant.11, etc.: in Hom. like the later λόγος, without distinction of true or false, μῦθος παιδός of or about him, Od.11.492: so in Trag., ἀκούσει μῦθον ἐν βραχεῖ λόγῳ (χρόνῳ cod. M.) = the complete story that you will hear in a short time of time A.Pers.713; μύθων τῶν Λιβυστικῶν Id.Fr.139.1: in Prose, τὸν εἰκότα μῦθον = the likely story, likelihood, Pl.Ti.29d: prov., μῦθος ἀπώλετο, the tale was brought to naught (either of a story which never comes to an end, or of one told to those who do not listen), Cratin.59, Crates Com.21, Pl.Tht. 164d, cf. R.621b, Lg.645b, Phlb.14a; μῦθος ἐσώθη 'that's the end of the story', Phot.
2 fiction (opp. λόγος, historic truth), Pi.O.1.29 (pl.), N.7.23 (pl.), Pl.Phd.61b, Prt.320c, 324d, etc.
3 generally, fiction, μ. ἴδιοι Phld.Po.5.5; legend, myth, Hdt.2.45, Pl.R.330d, Lg. 636c, etc.; ὁ περὶ θεῶν μ. Epicur.Ep.3p.65U.; τοὺς μ. τοὺς ἐπιχωρίους γέγραφεν SIG382.7 (Delos, iii B.C.).
4 professed work of fiction, children's story, fable, Pl.R.377a; of Aesop's fables, Arist.Mete.356b11.
5 plot of a comedy or tragedy, Id.Po.1449b5, 1450a4, 1451a16.
III = στάσις, Panyas. in Coll.Alex.p.249, v.l. in Batr. 135; cf. μυθιήτης.

German (Pape)

[Seite 215] ὁ, Wort, Rede; sehr häufig bei Hom.; ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες, was sprachst du da für ein Wort, Il. 4, 25, öfter; πρὸς μῦθον ἔειπε, c. acc., zu Einem ein Wort sagen, zu ihm sprechen, sehr geläufige Verbindung, wie μύθων ἦρχε, er fing an zu sprechen, sowohl von einer öffentlichen Rede in der Volksversammlung, Od. 1, 358, Hes. O. 196, als von einem Gespräche, einer Unterhaltung zwischen Mehreren, Od. 4, 214. 239. 11, 379 u. sonst; μῦθον ἀκούειν, ein Wort, eine Rede, das Gesagte hören; ἔπος καὶ μῦθος verbunden, Od. 11, 561; ἑκάστου μῦθον ἄκουεν, hörte eines Jeden Rede, 20, 389; μῦθος παιδός, die Erzählung vom Sohne, die von ihm handelt, ihn betrifft, 11, 492. Oft bestimmter, Auftrag, Geheiß, besonders ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν; Versprechen, ἅλιον τὸν μὖθον ὑπέστημεν Μενελάῳ, Il. 5, 715; Rat, wie ἅδε δ' Ἕκτορι μῦθος ἀπήμων 12, 80, u. sonst; auch Beschluß, Anschlag, οὐδ' ἄρα Πηνελόπεια – ἦεν ἄπυστος μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον, Od. 4, 675; μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν, Il. 1, 545; u. so ist es auch Od. 21, 70, οὐδέ τιν' ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε, der Anschlag, wo schon Schol. erkl. τῆς στάσεως (vgl. μυθιήτης). – Aus Stellen, wie ὁ μὲν ἂρ μύθοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, bildet sich der Begriff des Wortes im Gegensatz zur Tat, μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι, πρηκτῆρά τε ἔργων, 9, 443; μῦθον τελεῖν, ein Wort erfüllen, zur Tat werden lassen, Od. 4, 777; vgl. ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ χθὼν σεσάλευται, Aesch. Prom. 1082. – Erzählung, μῦθον δ' ὡς ὅτ' ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας, 11, 368, wo noch nicht an Erdichtung zu denken ist, welchen Nebenbegriff das Wort nirgends bei Hom. hat, den es aber schon bei Pind. annimmt, wenn er sagt δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι, Ol. 1, 29; vgl. αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος, N. 8, 33, σοφία κλέπτει μύθοις παράγοισα, 7, 23. – Wort, Rede ist es noch oft bei den Tragg.; βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε, Aesch. Prom. 503; σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν – πεύσεσθε, 644; μήτι μακεστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων, Ch. 444; σὺ δ' ἐμῶν μύθων ἐπάκουσον, Soph. Phil. 1463; Gespräch, σοῦ γὰρ βραχύν τιν' αἰτεῖ μῦθον, O. C. 1164; das Gerücht, Ai. 188. 224; Meldung, Botschaft, ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος ἵκετο, Ant. 11, vgl. O. C. 358; ὁ μῦθος εἰσενήνεκται νέος, Eur. Ion 1340; ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ, Phoen. 472, öfter; der Inhalt der Rede, Geschichte, πάντα γὰρ ἀκούσῃ μῦθον ἐν βραχεῖ λόγῳ, Aesch. Pers. 699; Ch. 732; τὸν ὄντα εἴσῃ μῦθον, Eur. El. 346. – In Prosa hat es gew. den Nebenbegriff des Fabelhaften, Erdichteten, bes. im Gegensatz von λόγος; πότερον ὑμῖν μῦθον λέγων ἐπιδείξω ἢ λόγῳ διεξελθών; Plat. Prot. 320 c; μὴ πλασθέντα μῦθον, ἀλλ' ἀληθινὸν λόγον, Tim. 26 e; ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῖν μύθους, ἀλλ' οὐ λόγους, Phaed. 61 b; ὥσπερ ταῖς γραυσὶ ταῖς τοὺς μύθους λεγούσαις, Rep. I, 350 e, wie man sie Kindern erzählt, Polit. 268 e; vgl. Legg. X, 887 d Rep. II, 377 a; bes. auch Göttergeschichten, τὸν περὶ τὸν Γανυμήδη μῦθον, Legg. I, 636 c; οἱ λεγόμενοι μῦθοι περὶ τῶν ἐν Ἅιδου, Rep. I, 330 d; so bes. bei Sp., wie Plut. u. Luc.; die Tierfabel des Aesop, Plat. Phaed. 60 c, vgl. διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους καὶ τὰ θηρία μύθους Polit. 272 d; zuweilen auch ausführliche Untersuchungen, Epinom. 980 a, vgl. Legg. VII, 790 c; – μύθους λέγειν, so viel wie fabeln, die Unwahrheit sagen, Dem. 50, 40 u. Sp. – Auch die Fabel, die einer Tragödie zum Grunde liegt, Arist. – Die Rhett., bei denen das Verfertigen eines μὖθος eine gewöhnliche Übung war, erklären oft λόγος ψευδης εἰκονίζων ἀλήθειαν. – Ein Garten des Hiero bei Syrakus hieß μῦθος, vielleicht wegen seiner fabelhaften Schönheit, Ath. XII, 542 a. – [Erst bei sehr späten Dichtern findet sich υ kurz gebraucht, Jac. A. P. p. LXIV, 416.].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. parole, discours, sujet de discours en gén. ; μῦθον τελεῖν OD faire une chose dont on a parlé ; particul.
1 discours public;
2 récit;
3 rumeur;
4 nouvelle, message;
5 dialogue, conversation, entretien;
6 conseil, ordre, prescription;
7 résolution, décision, projet;
II. après Hom. fable, particul.
1 légende, récit non historique, mythe;
2 récit fabuleux, conte;
3 fable, apologue.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Russian (Dvoretsky)

μῦθος:
1 речь, слово (ἔπος καὶ μ. Hom.): μύθοισι κεκάσθαι Hom. быть искусным в речах; ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ Aesch. на деле, а уже не на словах (только);
2 pl. разговор, беседа (μῦθοι ἠῶθεν ἔσονται Τηλεμάχῳ καὶ ἐμοί Hom.);
3 совет, указание (μῦθον ἀμείνονα νοῆσαι Hom.);
4 предмет обсуждения, вопрос: θεοῖσιν μῦθον ἐπιτρέψαι Hom. передать вопрос богам, т. е. положиться на волю богов; τὸν ὄντα δ᾽ εἴσει μῦθον Eur. ты узнаешь, в чем дело;
5 замысел, план: μὴ δὴ πάντα; ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους εἰδήσειν Hom. не надейся узнать все мои замыслы;
6 изречение, поговорка: «δράσαντι παθεῖν», τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ Aesch. «виновному (следует) страдать», вот что гласит древнейшее изречение;
7 толки, слух: ὡς ὁ μ. ἔχει Eur. как гласит молва;
8 весть, известие (μ. παιδός Hom.; ἐμοὶ οὐδεὶς μ. ἵκετο Soph.);
9 рассказ, повесть, повествование (ὁ μ. ἀπολόμενος Plat.);
10 сказание, предание, миф (περὶ τῶν ἐν Ἃιδου Plat.);
11 сказка, басня (τοὺς μύθους λέγειν Plat.);
12 сюжет, фабула (ἔστιν δὲ τῆς πράξεως ὁ μ. ἡ μίμησις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μῦθος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.) πᾶν ὅ, τι λέγεται ἀπὸ στόματος, ἑπομένως ἐν τῇ εὐρυτάτῃ σημασίᾳ τῆς λέξεως, λόγος, «ὁμιλία», συχνὸν παρ’ Ὁμ. καὶ ἄλλοις ποιηταῖς ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ., ἔπος καὶ μῦθος Ὀδ. Λ. 561· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔργον, μύθων τε ῥητῆρ’ ἔμενε πρηκτῆρά τε ἔργων Ἰλ. Ι. 443· - ἁπλοῦς λόγος, ἄνευ τοῦ ἔργου, μῦθον τελεῖν, πραγματοποιεῖν, Ὀδ. Δ. 777, κτλ.· οὕτω, μύθοισι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἔγχεϊ, Ἰλ. Σ. 252, οὕτω, παρ’ Ἀττ., ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ Αἰσχύλ. Πρ. 1080, κτλ· - Ἐν ἰδιαιτέραις σχέσεσι. 2) ὁμιλία, ἀγόρευσις ἐν τῇ δημοσίᾳ συνελεύσει, Ὀδ. Α. 358, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 192· πρὶν ἂν ἀμφοῖν μ. ἀκούσῃς, οὐκ ἂν δικάσαις Ἀριστοφ. Σφ. 725· μύθοισι κέκαστο, ηὐδοκίμει ἐν τοῖς λόγοις, Ὀδ. Η. 157. 3) «ὁμιλία», συνομιλία, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Δ. 214, 239, κτλ. 4) συμβουλή, γνώμη, διαταγή, παραγγελία, ἔτι δὲ καὶ ὑπόσχεσις, ἐπειδὴ πάντα ταῦτα ἐλέγοντο διὰ προφορικοῦ λόγου, Ἰλ. Ε. 493, Η. 358, κτλ. 5) ἡ ὑπόθεσις τοῦ λόγου ἢ τῆς ἀγορεύσεως, αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, Ὀδ. Χ. 289, κτλ.· τὸν ὄντα μ. Εὐρ. Ἡλ. 346· ἴδε ἐν λ. ῥῆμα. 6) ἀπόφασις, σκοπός, σχέδιον, Ἰλ. Α. 545, Ὀδ. Γ. 140., Δ. 676· ἐπειδὴ ταῦτα ὑπονοοῦσιν ὁμιλίαν, συζήτησιν, κτλ., πρβλ. μυθέομαι ΙΙ. 7) λόγος, λόγιον, ἀπόφθεγμα, παροιμία, τριγέρων μ. τάδε φωνεῖ Αἰσχύλ. Χο. 314. 8) ὁμιλία τῶν ἀνθρώπων, φήμη, ἀγγελίαν, τὰν ὁ μέγας μ. ἀέξει Σοφ. Αἴ. 226, 189, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 72· φήμηἀγγελία, Σοφ. Ἀντ. 11, Τρ. 67, Εὐρ. Ἴων. 1340. ΙΙ. διήγημα, ἱστορία, Ὀδ. Γ. 94., Δ. 324, κτλ.· παρ’ Ὁμ. ἀκριβῶς ὡς τὸ μεταγεν. λόγος, ἄνευ διακρίσεως ἀληθοῦς ἢ ψευδοῦς, μ. παιδός, τοῦ παιδὸς ἢ περὶ αὐτοῦ, Ὀδ. Λ. 402· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀττικ. Ποιητ., ἀκούσει μῦθον ἐν βραχεῖ λόγῳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 713· μύθων τῶν Λιβυστικῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 129· ὡσαύτως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τὸν εἰκότα μῦθον Πλάτ. Τίμ. 29D· μ. ἀπώλετο, (ἄνευ τοῦ ἄρθρου), τὸ διήγημα οὐδέποτε ἐτελείωσεν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 164D (παροιμ. κατὰ τὸν Σχολ.), πρβλ. Πολ. 621Β, Φιλήβ. 14Α· - ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Πινδάρου (ἴδε Ο. 1. 47, Ν. 7. 34) ἡ λέξις μῦθος λαμβάνει τὴν αὐτὴν σημασίαν ἣν τὸ Λατ. fabula, καὶ ἀείποτε ὑπονοεῖ τὸ πλαστὸν, ἐν ᾧ λόγος εἶναι τὸ ἱστορικὸν διήγημα (πρβλ. λόγος Α. IV), Πλάτ. Φαίδων 61Β, Πρωτ. 320C, 324D, κτλ. 2) διήγημα, μῦθος, μάλιστα θρησκευτικός, Ἡρόδ. 2. 45 κτλ.· παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις συνήθως, διήγημα τῶν ἀρχαιοτάτων Ἑλληνικῶν χρόνων πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τῆς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 330D, Νόμ. 636C, κτλ.· πρβλ. Grote Hist. Gr. 1. 480. 3) πλαστὴ διήγησις, μῦθος, ὡς οἱ τοῦ Αἰσώπου μῦθοι, Πλάτ. Πολ. 377A, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 2· πρβλ. λόγος IV. I. 4) ἡ πλοκὴ τραγῳδίας, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 6, 8. III. = στάσις, μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην Ὀδ. Φ. 71 «ἐν τῷ μύθου ἐπισχεσίην, οἱ παλαιοὶ μῦθον μὲν ἐνταῦθα τὴν στάσιν λέγουσιν, ἐπεὶ καὶ Ἀνακρέων τοὺς ἐν Σάμῳ θέλων εἰπεῖν στασιάσαντας, ‘μυθηταὶ δ’ ἐν νήσῳ’, φησί, ‘διέπουσιν ἱερὸν ἄστυ’» Εὐστ. 1901, 47. [Παρὰ λίαν μεταγεν. εὑρίσκομεν μῠθος, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σελ. Ixiv, 416.] Ἀπίθανος ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ μύω, ὅπερ ἔχει ἀείποτε τὴν σημασίαν κλείω τὰ χείλη.)

English (Autenrieth)

speech with reference to the subject-matter, like the later λόγος, hence to be paraphrased in Eng. by various more specific words, ‘conversation,’ ‘recital,’ ‘subject,’ ‘request,’ ‘counsel,’ ‘command,’ etc., Od. 4.214, ο 1, Il. 1.545.

English (Slater)

μῡθος tale δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι (O. 1.29) σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23) πάρφασις αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος (N. 8.33)

English (Strong)

perhaps from the same as μυέω (through the idea of tuition); a tale, i.e. fiction ("myth"): fable.

English (Thayer)

μυθου, ὁ, from Homer down;
1. a speech, word, saying.
2. a narrative, story;
a. a true narrative.
b. a fiction, a fable; universally, an invention, falsehood: μυθοι (A. V. fables) in Trench, § xc., and references under the word γεναλογια.)

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μῡθος)
1. πλαστή ιστορία, φανταστική διήγηση («ὅτι τοὺς ποιητὰς δέοι ποιεῖν μύθους, ἀλλ' οὐ λόγους», Πλάτ.)
2. μυθική παράδοση η οποία αναφέρεται σε θεούς και ήρωες («οι μύθοι του Ηρακλέους»)
3. αλληγορική διήγηση η οποία είναι σχετική με φυσικά φαινόμενα, ζώα ή φυτά και από την οποία εξάγεται ένα ηθικό δίδαγμα ή συμπέρασμα (α. «οι μύθοι του Αισώπου» β. «πρότερον δὲ μύθοις πρὸς τά παιδία ἣ γυμνασίοις χρώμεθα», Πλάτ.)
4. η υπόθεση δράματος, έπους, μυθιστορήματος (α. «ο μύθος του Οιδίποδος αποτέλεσε θέμα πολλών ποιητικών έργων» β. «ὁ περὶ Ἠλέκτρας καὶ Ὀρέστου μῡθος παρὰ Σοφοκλεῖ καὶ παρ' Εὐριπίδῃ», Αριστοτ.)
5. παροιμία
6. φρ. «ο μύθος δηλοί...» — αυτό σημαίνει...

Greek Monotonic

μῦθος: ὁ,
I. 1. οτιδήποτε μεταφέρεται με τις λέξεις ή δια στόματος, λόγος, ομιλία, σε αντίθ. προς το ἔργον, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ομιλία, αγόρευση σε δημόσια συνέλευση, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
3. ομιλία, συνομιλία, κυρίως στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ.
4. συμβουλή, άποψη, διαταγή, προσταγή, επίσης υπόσχεση, σε Ομήρ. Ιλ.
5. το θέμα της ομιλίας, το θέμα ή το ζήτημα καθ' εαυτό, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
6. απόφαση, επιδίωξη, σκοπός, σχέδιο, σε Όμηρ.
7. ρητό, απόφθεγμα, παροιμία, σε Αισχύλ.
8. η ομιλία των ανθρώπων, φήμη, διάδοση, σε Σοφ., Ευρ.
II. αφήγημα, ιστορία, διήγηση, σε Όμηρ.· μῦθος παιδός, από ή γι' αυτόν, σε Ομήρ. Οδ.· μετά τον Όμηρ., το μῦθος, όπως το Λατ. fabula, σημαίνει, αφήγημα, θρύλος, μύθος, σε αντίθ. προς το λόγος, η (εξακριβωμένη) αφήγηση του ιστορικού, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· μύθος, όπως εκείνοι του Αισώπου, σε Πλάτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: word, discourse, conversation, deliberation, story, saga, tale, myth (Il.); on meaning and use Fournier Les verbes "dire" 2 15 f.; s. also on αἶνος.
Compounds: Compp., e.g. μυθολόγος m. story-teller with -έω, -ία (Att.); -εύω tell (Od.; metr. for -έω); πολύ-μυθος rich in words, -stories (Il., Arist.).
Derivatives: 1. Diminut.: μυθ-άριον (Str.), -ίδιον (Luc.), -ύδριον (Tz.). --2. Adject.: μυθ-ικός belonging to the μ. (Pl., Arist.), -ώδης rich in myths (Att.). -- 3. Verbs: a) μυθέο-μαι tell (Il.) with μυθη-τής story-teller (Antig.), μυθητῆρες στασιασταί H., also μυθιῆται (like οἰκιῆ-ται, πολι-ῆται) = στασιασταί (Anacr. 16; cf. Coll. Alex. 248f.); also in sing. with unclear meaning (Phoen. 1, 7); b) μυθεύω id. (E., Arist.) with μύθευμα tale (Arist. D. H.); c) μυθίζω id. (Dor. in Ar. Lys., Theocr., AP ). -- On itself stands μύθα φωνή. Κύπριοι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Like so many expressions for word, speech perhaps orig. an expressive creation of the folk- and every day-language; "die Anknüpfung an das lautnachahmende μῦ (Fick, Curtius, WP. 2, 310; s. μύζω) bietet sich dann von selbst." Frisk; a reasoning that is not at all convincing. A θ-suffix is not remarkable (cf. Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366ff.), though there is no semantical agreement. -- Against connection with Goth. maudjan remember, Lith. maudžiù, maũsti sensuously desire s.thing a. o. (Bq with Wood, Fick, Pedersen) s. WP. 2, 256; quite diff. on Lith. maũsti Fraenkel s.v. Cf. also W.-Hofmann s. muttiō. - So there is no comparandum; the word could well be Pre-Greek.

Middle Liddell

I. anything, delivered by word of mouth, word, speech, opp. to ἔργον, Hom., etc.
2. a speech in the public assembly, Od., Ar.
3. talk, conversation, mostly in plural, Od.
4. counsel, advice, a command, order, also a promise, Il.
5. the subject of speech, the thing or matter itself, Od., Eur.
6. a resolve, purpose, design, plan, Hom.
7. a saying, saw, proverb, Aesch.
8. the talk of men, rumour, Soph., Eur.
II. a tale, story, narrative, Hom.; μ. παιδός of or about him, Od.:—after Hom., μῦθος, like Lat. fabula, is a tale, legend, myth, opp. to λόγος the historic tale, Hdt., Plat., etc.: a fable, such as those of Aesop, Plat.

Frisk Etymology German

μῦθος: {mũthos}
Grammar: m.
Meaning: Wort, Rede, Gespräch, Überlegung, Erzählung, Sage, Märchen, Mythus (seit Il.); über Bed. und Gebrauch Fournier Les verbes "dire" 2 15 f., s. noch zu αἶνος.
Composita: Kompp., z.B. μυθολόγος m. Sagenerzähler mit -έω, -ία u.a. (att. usw.); -εύω erzählen (Od.; metrisch für -έω); πολύμυθος ‘wortreich, sagen- reich’ (ep. poet. seit Il., Arist. u.a.).
Derivative: Ableitungen: 1. Deminutiva: μυθάριον (Str. u.a.), -ίδιον (Luk.), -ύδριον (Tz.). —2. Adjektiva: μυθικός ‘zum μ. gehörig’ (Pl., Arist. usw.), -ώδης sagenhaft, fabelhaft (att. usw.). — 3. Verba: a) μυθέομαι reden, erzählen (ep. poet. seit Il.) mit μυθητής Sagenerzähler (Antig.), μυθητῆρες· στασιασταί H., auch μυθιῆται (wie οἰκιῆται, πολιῆται) = στασιασταί (Anakr. 16; vgl. Coll. Alex. 248f.); auch im Sing. mit unklarer Bed. (Phoen. 1, 7); b) μυθεύω ib. (E., Arist. usw.) mit μύθευμα Erzählung (Arist. D. H. usw.); c) μυθίζω ib. (dor. in Ar. Lys., Theokr., AP u.a.). — Für sich steht μύθα· φωνή. Κύπριοι H.
Etymology: Wie so viele Ausdrücke für Wort, reden wohl ursprünglich eine expressive Schöpfung der Volks- und Alltagssprache; die Anknüpfung an das lautnachahmende μῦ (Fick, Curtius, WP. 2, 310; s. μύζω) bietet sich dann von selbst. Ein θ-Suffix kann nicht auffallen (vgl. Schwyzer 510f., Chantraine Form. 366ff.), obwohl ein naheliegendes semantisches Gegenstück fehlt. —Gegen Verbindung mit got. maudjan erinnern, lit. maudžiù, maũsti sehnlich wonach verlangen u. a. (Bq mit Wood, Fick, Pedersen) s. WP. 2, 256; ganz anders über lit. maũsti Fraenkel s.v. Vgl. auch W.-Hofmann s. muttiō.
Page 2,264-265

Chinese

原文音譯:màqoj 祕拖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:閉
字義溯源:無稽之談,虛語*,言語,說話,傳奇,寓言,故事,荒渺的話,荒渺傳說,虛渺傳言;或源自(μυέω)=講授),而 (μυέω)出自(μυστήριον)=奧祕), (μυστήριον)出自(μυστήριον)X=封閉*)
出現次數:總共(5);提前(2);提後(1);多(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 荒渺的傳說(3) 提前1:4; 提後4:4; 多1:14;
2) 虛渺傳言(1) 彼後1:16;
3) 荒渺傳說(1) 提前4:7

English (Woodhouse)

account, fiction, legend, narrative, report, rumour, story, fictitious story, mere fiction, work of fiction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=λόγος, διήγημα). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: μυθέομαι -οῦμαι, (=μιλῶ), μυθεύω, μύθευμα, μυθικός, μυθώδης, μυθολογῶ, μυθολογία, μυθολογικός, μυθοποιία, ἀμύθητος (=ἀνέκφραστος).

Translations

myth

Afrikaans: mite; Albanian: mit; Arabic: أُسْطُورَة‎; Armenian: առասպել; Azerbaijani: mif, əfsanə, əsatir; Basque: mito; Belarusian: міф, міт; Bengali: শ্রুতি; Bulgarian: мит; Burmese: ဒဏ္ဍာရီ; Catalan: mite, mites; Central Sierra Miwok: ˀútne-; Chinese Mandarin: 神話, 神话; Czech: mýtus; Danish: myte; Dutch: mythe or; Erzya: пазъёвкс; Esperanto: mito; Estonian: müüt; Faroese: frumsøgn, gudasøgn, myta, mýta; Finnish: myytti, jumalaistaru; French: mythe; Galician: mito; Georgian: თქმულება, მითი, ლეგენდა; German: Mythos, Sage; Greek: μύθος; Ancient Greek: μῦθος; Hebrew: מִיתוֹס‎; Hindi: मिथक; Hungarian: rege, hitrege, mítosz; Icelandic: saga, uppspuni; Ido: mito; Indonesian: mitos; Irish: miotas; Italian: mito; Japanese: 神話; Kazakh: аңыз, миф; Khmer: ទេវកថា; Korean: 신화); Kyrgyz: уламыш, миф; Lao: ຕຳນານ; Latin: mythos; Latvian: mīts; Lithuanian: mitas; Macedonian: мит; Malay: mitos; Maori: pūrākau; Mongolian: домог; Norwegian:; Bokmål: myte; Nynorsk: myte; Pashto: اسطوره‎, افسانه‎; Persian: اسطوره‎, افسانه‎; Polish: mit; Portuguese: mito; Romanian: mit, legendă; Russian: миф; Scottish Gaelic: fionnsgeul; Serbo-Croatian:; Cyrillic: ми̑т; Roman: mȋt; Slovak: mýtus; Slovene: mit; Sotho: tshomo; Spanish: mito; Swedish: myt; Tajik: афсона, ривоят; Thai: ตำนาน; Turkish: mit, söylence, efsane, tansık; Turkmen: mif, rowaýat; Ukrainian: міф, міт; Urdu: متک‎; Uyghur: ئەپسانە‎, رىۋايەت‎; Uzbek: afsona, mif; Vietnamese: thần thoại; Welsh: chwedl, myth; Yiddish: מיטאָס‎

tale

Albanian: rrëfenjë, përrallë, tregim; Arabic: حِكَايَة‎, قِصَّة‎; Egyptian Arabic: حكاية‎; Armenian: հեքիաթ, առակ, պատմություն, ավանդություն, լեգենդ, առասպել, բիլինա; Azerbaijani: hekayə; Belarusian: апавяданне; Bulgarian: приказка; Catalan: conte, faula; Chinese Mandarin: 故事, 神話, 神话; Czech: příběh; Danish: fabel, fortælling, eventyr; Dutch: vertelsel, verhaaltje; Esperanto: rakonto; Even: нимкан; Evenki: нимңакан; Finnish: tarina, satu; French: conte; Georgian: მოთხრობა; German: Märchen, Sage, Geschichte, Erzählung; Gothic: 𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻; Ancient Greek: μῦθος; Hebrew: מעשיה‎; Hindi: कहानी; Hungarian: mese, történet, elbeszélés; Icelandic: saga; Ido: rakonto; Irish: scéal; Italian: racconto, favola, fiaba, storia, storiella; Japanese: 物語, 説話, コント; Kazakh: хикая, әңгіме; Khmer: និទាន, តំណាល; Korean: 이야기; Kurdish Central Kurdish: چیرۆک‎; Lao: ນິທານ, ນິຍາຍ, ນິພົນ, ກະຖາ; Latgalian: stuoškys, puorsoka; Latin: fabula, fabella; Latvian: stāsts, pasaka; Lombard: cunt, stòria, fàvola; Macedonian: приказна; Middle English: historie, storie; Nanai: нингман; Norwegian: historie; Occitan: conte, fabla; Pashto: حکايت‎, قصه‎, داستان‎; Persian: داستان‎, قصه‎, حکایت‎; Polish: opowieść; Portuguese: conto, história, fábula; Romanian: poveste; Russian: рассказ, история, сказка, сказание, притча, басня, былина, байка, повесть, сага; Scottish Gaelic: sgeul, sgeulachd; Serbo-Croatian Cyrillic: при̑ча, при̏повије̄ст, при̏повије̄тка; Roman: prȋča, prȉpovijēst, prȉpovijētka; Sicilian: cuntu, storia; Slovak: príbeh, bájka, rozprávka; Slovene: zgodba; Spanish: cuento, historia; Swedish: berättelse, historia, saga; Tajik: достон, қисса, ҳикоя; Taos: łácianą, pìwcìayána; Thai: นิทาน, อาขยาน, เรื่องราว; Turkish: hikâye; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎔𐎗, 𐎗𐎂𐎎; Ukrainian: розповідь; Urdu: کہانی‎; Uyghur: ھېكايە‎; Uzbek: hikoya; Vietnamese: truyện; Welsh: chwedl; Zazaki: sanık, estanık, kehani, qısa; Zulu: inganekwane

saying

Arabic: قَوْل‎; Armenian: առած; Belarusian: прымаўка, прыказка, прыслоўе; Bulgarian: поговорка, пословица; Catalan: dita, proverbi; Chinese Mandarin: 說法, 说法, 諺語, 谚语, 常言; Czech: rčení, přísloví; Dutch: gezegde, spreekwoord; Finnish: sanonta; French: dicton; Galician: dito; German: Sprichwort, Ausspruch, Redensart; Greek: απόφθεγμα, παροιμία, ρητό; Ancient Greek: παροιμία; Hungarian: mondás, közmondás, szólásmondás; Indonesian: pepatah; Interlingua: dicto, proverbio; Italian: proverbio, detto, massima; Japanese: 格言; Korean: 격언, 속담; Latin: dictum, fatus, elogium; Luxembourgish: Sprachwuert, Sproch; Macedonian: поговорка, изрека, пословица; Malayalam: പഴമൊഴി, പഴഞ്ചൊല്ല്; Maori: tūātau, whakapepeha, kīanga; Plautdietsch: Saj; Polish: powiedzenie; Portuguese: ditado, provérbio; Romanian: zicală, proverb, zicătoare; Russian: пословица, поговорка, присказка, присловье; Serbo-Croatian Roman: poslovica, izreka; Slovak: rčenie, príslovie; Spanish: dicho, proverbio, refrán; Swahili: msemo; Swedish: ordspråk, ordstäv; Tagalog: sabi, kasabihan; Ukrainian: приказка, прислі́в'я; Urdu: کہاوت‎; Vietnamese: câu nói; Walloon: spot, dijhêye; Welsh: dywediad; Yiddish: שפּריכוואָרט‎, פֿאָלקסווערטל‎, וועלטסווערטל‎

word

Abkhaz: ажәа; Adyghe: гущыӏ; Afrikaans: woord; Albanian: fjalë, llaf; Ambonese Malay: kata; Amharic: ቃል; Arabic: كَلِمَة‎; Egyptian Arabic: كلمة‎; Hijazi Arabic: كلمة‎; Aragonese: parola; Aramaic Hebrew: מלתא‎; Syriac: ܡܠܬܐ‎; Archi: чӏат; Armenian: բառ; Aromanian: zbor, cuvendã; Assamese: শব্দ; Asturian: pallabra; Avar: рагӏул, рагӏи; Azerbaijani: söz, kəlmə; Balinese: kruna; Bashkir: һүҙ; Basque: hitz, berba; Belarusian: слова; Bengali: শব্দ, লফজ; Bikol Central: kataga; Breton: ger, gerioù; Bulgarian: дума, слово; Burmese: စကားလုံး, ပုဒ်, ပဒ; Buryat: үгэ; Catalan: paraula, mot; Cebuano: pulong; Chamicuro: nachale; Chechen: дош; Cherokee: ᎧᏁᏨ; Chichewa: mawu; Chickasaw: anompa; Chinese Cantonese: 詞, 词; Dungan: цы; Mandarin: 詞, 词, 單詞, 单词, 詞語, 词语; Chukchi: вэтгав; Chuvash: сӑмах; Classical Nahuatl: tēntli, tlahtōlli; Crimean Tatar: söz; Czech: slovo; Danish: ord; Dhivehi: ލަފުޒު‎; Drung: ka; Dutch: woord; Dzongkha: ཚིག; Eastern Mari: мут; Elfdalian: uord; Erzya: вал; Esperanto: vorto; Estonian: sõna; Even: төрэн; Evenki: турэн; Faroese: orð; Finnish: sana; French: mot; Friulian: peraule; Ga: wiemɔ; Galician: palabra, verba, pravoa, parola; Georgian: სიტყვა; German: Wort; Gothic: 𐍅𐌰𐌿𐍂𐌳; Greek: λέξη; Ancient Greek: λόγος, ῥῆμα, λέξις, ὄψ; Greenlandic: oqaaseq; Guerrero Amuzgo: jñ'o; Gujarati: શબ્દ; Haitian Creole: mo; Hausa: kalma; Hawaiian: huaʻōlelo; Hebrew: מילה \ מִלָּה‎, דבר‎; Higaonon: polong; Hindi: शब्द, बात, लुग़त, लफ़्ज़; Hittite: 𒈨𒈪𒅀𒀸; Hungarian: szó; Ibanag: kagi; Icelandic: orð; Ido: vorto; Ilocano: sao; Indonesian: kata; Ingush: дош; Interlingua: parola, vocabulo; Irish: focal; Italian: parola, vocabolo, termine; Japanese: 言葉, 単語, 語; Javanese Carakan: ꦠꦼꦩ꧀ꦧꦸꦁ; Roman: tembung; K'iche': tzij; Kabardian: псалъэ; Kabyle: awal; Kaingang: vĩ; Kalmyk: үг; Kannada: ಶಬ್ದ, ಪದ; Kapampangan: kataya, salita, amanu; Karachay-Balkar: сёз; Karelian: sana; Kashubian: słowo; Kazakh: сөз; Khmer: ពាក្យ, ពាក្យសំដី; Korean: 말, 낱말, 단어(單語), 마디; Kurdish Central Kurdish: وشە‎; Northern Kurdish: peyv, bêje, kelîme; Kyrgyz: сөз; Ladin: parola; Ladino: palavra, פﭏאבﬞרה‎, biervo; Lak: махъ; Lao: ຄຳ; Latgalian: vuords; Latin: verbum, vocabulum, fatus; Latvian: vārds; Laz: ნენა; Lezgi: гаф; Ligurian: paròlla; Lingala: nkómbó; Lithuanian: žodis; Lombard: paròlla; Luxembourgish: Wuert; Lü: ᦅᧄ; Macedonian: збор, слово; Malay: kata, perkataan, kalimah; Malayalam: വാക്ക്, പദം, ശബ്ദം; Maltese: kelma; Maori: kupu; Mara Chin: bie; Marathi: शब्द; Middle English: word; Mingrelian: ზიტყვა, სიტყვა; Moksha: вал; Mongolian Cyrillic: үг; Mongolian: ᠦᠭᠡ; Moroccan Amazigh: ⴰⵡⴰⵍ; Mòcheno: bourt; Nahuatl: tlahtolli; Nanai: хэсэ; Nauruan: dorer; Navajo: saad; Nepali: शब्द; North Frisian Föhr-Amrum: wurd; Helgoland: Wür; Mooring: uurd; Sylt: Uurt; Northern Sami: sátni; Northern Yukaghir: аруу; Norwegian Bokmål: ord; Nynorsk: ord; Occitan: mot, paraula; Ojibwe: ikidowin; Okinawan: くとぅば; Old Church Slavonic Cyrillic: слово; Glagolitic: ⱄⰾⱁⰲⱁ; Old East Slavic: слово; Old English: word; Old Norse: orð; Oriya: ଶବ୍ଦ; Oromo: jecha; Ossetian: дзырд, ныхас; Pali: pada; Papiamentu: palabra; Pashto: لغت‎, کلمه‎; Persian: واژه‎, کلمه‎, لغت‎; Piedmontese: paròla; Plautdietsch: Wuat; Polabian: slüvǘ; Polish: słowo; Portuguese: palavra, vocábulo; Punjabi: ਸ਼ਬਦ; Romanian: cuvânt, vorbă; Romansch: pled, plaid; Russian: слово; Rusyn: слово; S'gaw Karen: တၢ်ကတိၤ; Samoan: 'upu; Samogitian: žuodis; Sanskrit: शब्द, पद, अक्षरा; Santali: ᱨᱳᱲ; Sardinian: fueddu; Scots: wird, wurd; Scottish Gaelic: facal, briathar; Serbo-Croatian Cyrillic: ре̑ч, рије̑ч, сло̏во; Roman: rȇč, rijȇč, slȍvo; Sicilian: palora, parola; Sidamo: qaale; Silesian: suowo; Sindhi: لَفظُ‎; Sinhalese: වචනය; Skolt Sami: sääˊnn; Slovak: slovo; Slovene: beseda; Somali: eray; Sorbian Lower Sorbian: słowo; Upper Sorbian: słowo; Sotho: lentswe; Southern Sami: baakoe; Spanish: palabra, vocablo; Sundanese: ᮊᮨᮎᮕ᮪; Swahili: neno; Swedish: ord; Tagalog: salita; Tahitian: parau; Tajik: вожа, калима, луғат; Tamil: வார்த்தை, சொல்; Tatar: сүз; Telugu: పదము, మాట; Thai: คำ; Tibetan: ཚིག; Tigrinya: ቃል; Tocharian B: reki; Tofa: соот; Tswana: lefoko; Tuareg: tăfert; Turkish: sözcük, kelime; Turkmen: söz; Tuvan: сөс; Udmurt: кыл; Ugaritic: 𐎅𐎆𐎚; Ukrainian: слово; Urdu: شبد‎, بات‎, کلمہ‎, لغت‎, لفظ‎; Uyghur: سۆز‎; Uzbek: soʻz; Venetian: paroła, paròła, paròla; Vietnamese: từ, lời, nhời, tiếng; Volapük: vöd; Walloon: mot; Waray-Waray: pulong; Welsh: gair; West Frisian: wurd; Western Cham: بۉه ڤنوۉئ‎; White Hmong: lo lus; Wolof: baat; Xhosa: igama; Yagnobi: гап; Yakut: тыл; Yiddish: וואָרט‎; Yoruba: ó̩ró̩gbólóhùn kan, ọ̀rọ̀; Yup'ik: qanruyun; Zazaki: çeku, kelime, qıse, qısa; Zhuang: cih; Zulu: igama, uhlamvu

speech

Albanian: fjalim; Arabic: حَدِيث‎, خُطْبَة‎, كَلَام‎, قَوْل‎, نُطْق‎; Archi: чӏат; Armenian: խոսք; Asturian: faladera; Azerbaijani: danışıq, nitq; Bashkir: телмәр; Basque: mintzamen; Belarusian: мова, гаворка, маўленне; Bengali: জবান; Bulgarian: говор, реч; Catalan: parla; Chinese Mandarin: 語言, 语言, 說話, 说话, 演說, 演说; Choctaw: anumpa; Czech: řeč; Danish: tale; Dutch: spraak; Estonian: kõne; Finnish: puhe; French: parole; Galician: galra, fala, falar; Georgian: სიტყვა, მეტყველება; German: Sprache; Greek: λόγος, ομιλία; Haitian Creole: lapawòl; Hebrew: דיבור / דִּבּוּר‎; Hindi: उक्ति, बात, बातचीत, बोल, तक़रीर; Hungarian: beszéd; Icelandic: mál, tal, málhæfileiki, málfar, mæli, framburður; Irish: caint, urlabhra, labhairt; Isnag: kaxi; Italian: parola; Japanese: 演説, スピーチ; Kazakh: сөз, сөйлеу; Ket: ӄаʼ; Korean: 말, 말하기, 연설(演說); Kyrgyz: речь, сүйлөө; Latgalian: runa; Latin: dictio, locutio, eloquium, fatum; Latvian: runa; Lithuanian: šneka, kalba; Luxembourgish: Sprooch; Macedonian: говор, реч; Malayalam: സംസാരം; Manchu: ᡤᡳᠰᡠᠨ; Mbyá Guaraní: ayvu; Mongolian Cyrillic: илтгэл, үг; Navajo: saad; Norwegian Bokmål: tale, stemme; Occitan: paraula; Old Church Slavonic Cyrillic: рѣчь; Glagolitic: ⱃⱑⱍⱐ; Persian: گفتار‎, سخن‎, صحبت‎, کلام‎; Polish: mowa; Portuguese: fala; Romanian: vorbire; Russian: речь, дар речи, говор, говорение; Santali: ᱨᱳᱲ; Serbo-Croatian Cyrillic: го̏во̄р; Roman: gȍvōr; Slovak: reč; Slovene: govor inan; Spanish: habla; Swedish: tal; Tajik: гап, сухан; Thai: คำพูด, ถ้อย, พาท, วจนะ, ภารดี; Tocharian B: plāce; Turkish: konuşma, söz; Ukrainian: мова, говір, мовлення; Urdu: تَقْرِیر‎, گُف٘تار‎, سُخَن‎; Vietnamese: lời nói, ngôn từ; Welsh: lleferydd; Yagnobi: гап

public speech

Arabic: خِطَاب‎, حَدِيث‎, كَلَام‎, قَوْل‎, نُطْق‎; Armenian: ճառ, ելույթ; Azerbaijani: nitq; Bashkir: телмәр; Belarusian: прамова, гаворка, спіч; Bulgarian: говор, спийч; Catalan: parla, discurs; Chinese Mandarin: 演說, 演说; Czech: řeč, projev; Danish: tale; Dutch: toespraak, speech, rede; Esperanto: parolado; Estonian: kõne; Finnish: puhe; French: discours; Georgian: სიტყვა, სიტყვით გამოსვლა; German: Rede, Ansprache; Greek: λόγος, ομιλία, αγόρευση; Ancient Greek: λόγος; Hebrew: הַרְצָאָה‎; Hindi: भाषण, तक़रीर; Hungarian: beszéd; Icelandic: ræða, ávarp, tala; Indonesian: pidato; Irish: óráid; Italian: discorso; Japanese: 演説; Kazakh: сөз, сөйлеу; Khmer: កថា, សេចក្តីថ្លែង, សន្ទរកថា, សុន្ទរកថា; Korean: 연설(演說); Kyrgyz: сөз, речь, сүйлөө; Latin: locutio, eloquium, oratio, fatum; Latvian: runa; Lithuanian: prakalba, pranešimas, kalba; Luxembourgish: Usprooch, Ried; Macedonian: говор; Malay: ucapan; Malayalam: പ്രസംഗം; Maori: onetū, whaikōrero, whaikupu, kōrero; Mongolian Cyrillic: үг, илтгэл; Ngazidja Comorian: hotuba; Norman: discours; Norwegian Bokmål: tale; Persian: سخنرانی‎, نطق‎; Polish: mowa, przemówienie, wystąpienie; Portuguese: discurso; Romanian: discurs, cuvântare; Russian: речь, выступление, спич; Sanskrit: वाद; Serbo-Croatian Cyrillic: го̏во̄р; Roman: gȍvōr; Slovak: reč; Slovene: govor inan; Spanish: discurso; Swedish: tal; Tajik: нутқ, сухан, гуфтор; Telugu: ఉపన్యాసం; Thai: การพูด; Turkish: konuşma; Ukrainian: промова, мовлення, спіч; Urdu: تَقْرِیر‎‎, نُطق‎; Uyghur: نۇتۇق‎, سۆز‎; Uzbek: nutq, soʻz; Vietnamese: chúc từ

conversation

Afrikaans: gesprek; Albanian: llafosje, bisedë; Arabic: ⁧مُحَادَثَة⁩, ⁧مُكَالَمَة⁩, ⁧حِوَار⁩; Armenian: խոսակցություն, զրույց, երկխոսություն; Asturian: conversación; Azerbaijani: söhbət, qonuşma, danışıq; Basque: elkarrizketa; Belarusian: размова, гутарка; Bhojpuri: 𑂥𑂰𑂞𑂍𑂯𑂲; Bulgarian: разговор, беседа, диалог, общуване, разговаряне; Burmese: အပြော; Catalan: conversa, conversació; Chinese Mandarin: 會話/会话, 談話/谈话, 對話/对话; Cornish: keskows, keskowsow; Crimean Tatar: qonuşma, subet, musaabe; Czech: konverzace, rozhovor; Dalmatian: conversatiaun; Danish: konversation, samtale; Dutch: gesprek, conversatie; Esperanto: konversacio, interparolo; Estonian: vestlus; Faroese: samrøða, prát; Finnish: keskustelu; French: conversation; Galician: conversación, conversa; Georgian: საუბარი, ლაპარაკი; German: Gespräch, Unterhaltung, Konversation; Alemannic German: Underhaltig; Greek: συνομιλία, συζήτηση, συνδιάλλαξη, συνδιάλεξη, κουβέντα; Ancient Greek: διαλάλησις, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διατριβή, διερμήνευσις, ἔντευξις, ἐντυχία, κοινολογία, λαλιά, λαλιή, λέσχαι, λέσχη, λόγος, μῦθος, ξυνουσία, ξυντυχία, ὁμίλησις, ὁμιλία, ὁμιλίη, προλαλιά, συλλάλημα, συλλάλησις, συλλαλιά, συνομιλία, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη, συντυχία, συντυχίη, τὸ λάλον, τὸ ὁμιλητόν; Hausa: batu; Hebrew: ⁧שִׂיחָה⁩; Hindi: बातचीत; Hungarian: beszélgetés, társalgás; Icelandic: samtal; Indonesian: percakapan; Irish: comhrá; Italian: conversazione, dialogo, discorso; Japanese: 会話, 談話, 対話, 話, カンバセーション; Kannada: ಸಂಭಾಷಣೆ; Kazakh: сөйлесім, әңгіме; Khmer: សន្ទនា; Korean: 대화(對話), 회화(會話), 이야기; Kurdish Central Kurdish: ⁧گفتوگۆ⁩, ⁧بارودۆخ⁩; Northern Kurdish: suhbet; Kyrgyz: сүйлөшүү; Ladino: kolokyo, charla, lakirdi; Lao: ການສົນທະນາ; Latin: colloquium, sermo; Latvian: saruna; Lithuanian: pokalbis; Luganda: emboozi; Luxembourgish: Gespréich; Macedonian: разговор; Magahi: 𑂏𑂪𑂥𑂰𑂞; Malay: perbualan, percakapan; Malayalam: സംഭാഷണം; Maori: reoreo; Marathi: संवाद, संभाषण; Mongolian Cyrillic: яриа, үг; Norman: convèrsâtion; Norwegian Bokmål: samtale, konversasjon; Nynorsk: samtale, konversasjon; Oromo: haasaa; Persian: ⁧گفتگو⁩, ⁧صحبت⁩, ⁧مکالمه⁩; Polish: rozmowa, konwersacja; Portuguese: conversa, conversação; Romanian: conversație, convorbire; Russian: разговор, беседа; Scottish Gaelic: còmhradh, agallamh; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏згово̄р; Roman: rȁzgovōr; Slovak: konverzácia, rozhovor; Slovene: pogȏvor; Spanish: conversación; Swahili: mazungumzo; Swedish: samtal, konversation; Tajik: гуфтугӯ, сӯхбат, муколама; Telugu: సంభాషణ; Thai: การสนทนา; Tibetan: སྐད་ཆ, བཀའ་མོལ; Tok Pisin: toktok; Turkish: sohbet, konuşma, muhabbet, diyalog; Turkmen: gürrüň, söhbet; Ukrainian: розмова, бесіда; Urdu: ⁧بات چیت⁩; Uyghur: ⁧سۆھبەت⁩, ⁧سۆزلىشىش⁩, ⁧دىئالوگ⁩, ⁧پاراڭلىشىش⁩; Uzbek: suhbat, gaplashish, gap, soʻz, mukolama; Vietnamese: đối thoại; Volapük: spikot, spikotam; Welsh: sgwrs, ymddiddan; West Frisian: petear; Yiddish: ⁧שמועס⁩, ⁧געשפּרעך⁩