κωπεύς, Hsch.
στραβεύς: «κωπεὺς» Ἡσύχ.
ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «κωπεύς».[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -εύς (πρβλ. κωπεύς)].