τό, Dim. of λήμη, Gal.17(1).868.
λημύδριον, τὸ (Α)υποκορ. του λήμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λήμη «τσίμπλα» + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον, νησύδριον)].