σκαπανήτου, ὁ,= σκαπανεύς, Zonar.
[Seite 889] ὁ, = σκαπανεύς, σκαφεύς, zw.
σκᾰπᾰνήτης: -ου, ὁ, = σκαπανεύς, σκαφεύς, Ζωναρ.
ὁ, Α(κατά τον Ζωναρ.) σκαπανέας, σκαφέας, σκαφτιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη, πιθ. μέσω ενός ρ. σκαπανῶ].