σκαφτιάς

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225

Greek Monolingual

και σκαφιάς και σκαφάς, ο, Ν
σκαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτεροι τ. του σκαφέας με κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς) και -ιάς (πρβλ. γραφιάς). Ο τ. σκαφτιάς κατ' επίδραση του σκάφτω].