ἀνιηρή, ἀνιηρόν, Ion. for ἀνιαρός.
v. ἀνιαρός.
[Seite 237] ion. u. ep. = ἀνιαρός.
ἀνιηρός: эп.-ион. = ἀνιαρός.
ἀνιηρός: ἡ, όν, Ἰων. ἀντὶ ἀνιαρός, ά, όν.
ἀνιηρός: -ή, -όν, Ιων. αντί ἀνιαρός.