ἀνιαρός
English (LSJ)
ά, όν, Ion.and Ep. ἀνιηρός, ή, όν:—
A grievous, troublesome, annoying, of persons, πτωχὸν ἀνιηρόν Od.17.220; ἐχθροῖς ἀνιαροί Ar. Pl.561, cf. Lys.25.20 (Sup.):—of animals, σχέτλια καὶ ἀνιηρά Hdt.3.108. Adv. ἀνιαρῶς, λέγειν S.Ant.316.
2 mostly of things, painful, grievous, πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον Tyrt.10.4, cf. Thgn.124; πόλλ' ἀνιηρὰ παθών Id.276; πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ' ἀ. ἔφυ Id.472 (= Even.8); opp. ἡδύ, E.Med. 1095 (lyr.), cf.Pl.Prt.355e; τοῖς γεγενημένοις ἀνιαροῖς D.18.291: Comp. ἀνιαρότερος Lys.10.28; irreg. Comp. ἀνιηρέστερος Od.2.190: Sup. ἀνιαρότατος Pl.Grg.477d.
II Pass., grieved, distressed, X.Cyr.1.4.14. Adv. ἀνιαρῶς = wretchedly, ξῆν Id.Mem. 1.6.4; ἔχειν Sor.1.53. [ῑ Hom. and S., ῐ Eleg., E., Com.]
Spanish (DGE)
(ἀνιᾱρός) -ά, -όν
• Alolema(s): jón. y ép. ἀνιηρός, -ή, -όν Od.17.220, Thgn.472; ἀνει- Hsch.α 4831
• Prosodia: [ᾰνῑ- o ᾰνῐ-]
• Morfología: [compar. ἀνιηρέστερος Od.2.190]
I 1de pers. molesto, nocivo, que causa daño πτωχὸν ἀνιηρόν Od.l.c., c. dat. τοῖς ἐχθροῖς Ar.Pl.561, ξείνοισιν Theoc.22.134
•de anim. σχέτλια καὶ ἀνιηρά Hdt.3.108.
2 de abstr. doloroso, funesto πτωχεύειν πάντων ἔστ' ἀνιηρότατον Tyrt.6.4, cf. D.40.1, πόλλ' ἀνιηρὰ παθών Thgn.276, πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ' ἀνιηρὸν ἔφυ Thgn.l.c., λύπην ἀνιαροτάτην E.Med.1113, cf. Hes.Fr.75.24, Thgn.124, 210, Democr.B 243, Pi.O.12.11, P.4.288, E.Or.230, Pl.Grg.477d, Call.Epigr.12.3, 14.4, 43.1, Theoc.7.124, Luc.Tim.6
•c. dat. καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἀνιαρότατα Lys.25.20
•op. ἡδύ: εἴθ' ἡδὺ βροτοῖς εἴτ' ἀνιαρόν E.Med.1095, οὕτως ἡδύ ἐστι τὸ ἔχειν χρήματα ὡς ἀνιαρὸν τὸ ἀποβάλλειν X.Cyr.8.3.42, cf. Pl.Grg.496c, Prt.355e
•neutr. plu. subst. τοῖς γεγενημένοις ἀνιαροῖς D.18.291.
II afligido ἀνιαρὸς ... ὢν σιωπῇ διῆγεν X.Cyr.1.4.14.
III adv. ἀνιαρῶς
1 causando dolor οὐκ οἶσθα καὶ νῦν ὡς ἀνιαρῶς λέγεις; S.Ant.316.
2 miserablemente ζῆν X.Mem.1.6.4, cf. Pl.Lg.660e, νοσεῖν Plu.2.674a, ἀ. ἔχειν estar en una situación penosa Sor.38.27.
German (Pape)
[Seite 236] ep. u. ion. ἀνιηρός (ἀνία), lästig, beschwerlich, Od. 17, 220 πτωχὸνἀνιηρόν, 17, 377 πτωχοὶ ἀνιηροί; compar. Od. 2, 190 αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον ἔσται; ἀνιαραὶ ζάλαι Pind. Ol. 12, 11; adv. Soph. Ant. 316. In Prosa der Ggstzvon ἡδύς, Plat. Prot. 355 e, unangenehm, wo der Begriff erörtert wird; Xen. Cyr. 8, 3, 42; Luc. Cent. 18; compar. ἀνιαρότερον Lys. 2, 73; ἀνιαρότατον Plat. Gorg. 477 d. – Pass., molestia affectus, neben σκυθρωπός Xen. Cyr. 1, 4, 14; ἀνιαρῶς ζῆν Mem. 1, 6, 4. [ι ist bei Hom. u. Soph. lang, bei Eur. u. Ar. (Pl. 561 ἀνιαρὸς τοῖς ἐχθροῖς) kurz, bei Späteren anceps.]
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 importun, fâcheux ; en parl. de choses affligeant, pénible;
2 affligé, triste.
Étymologie: ἀνία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνιᾱρός: эп.-ион. ἀνιηρός 3 (ῐ, реже ῑ; эп. compar. ἀνιηρέστερος)
1 тягостный, неприятный, докучливый, Hom., Her., Eur., Arph., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.;
2 огорченный, печальный Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιᾱρός: -ά, -όν, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀνιηρός, ή, όν: (ἀνιάω): - ὁ προξενῶν ἀνίαν, ἐνοχλητικός, ἐπὶ προσ., πτωχὸν ἀνιηρὸν Ὀδ. Ρ. 220· ἐχθροῖς ἀνιαροὶ Ἀριστοφ. Πλ. 561, πρβλ. Λυσίαν 173. 19: - ἐπὶ ζῴων, βλαβερός, σχέτλια καὶ ἀνιηρὰ Ἡρόδ. 3. 108: - Ἐπίρρ., ἀνιαρῶς λέγειν Σοφ. Ἀντ. 316. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πραγμάτων, λυπηρός, θλιβερός, ἀνιαρὸς ὡς καὶ νῦν, πτωχεύειν πάντων ἔστ’ ἀνιηρότατον Τυρτ. 7. 4, πρβλ. Θέογν. 124· πόλλ’ ἀνιηρὰ παθὼν Θέογν. 276, πρβλ. 472· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡδύ, εἴθ’ ἡδὺ βροτοῖς εἴθ’ ἀνιαρὸν Εὐρ. Μ. 1095, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 355Ε· τοῖς ἀνιαροῖς γεγενημένοις Δημ. 323. 3: - Συγκρ. ἀνιαρότερος Λυσ. 118. 28, πρβλ. Τυρτ. καὶ Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.: ἀνώμαλον συγκριτ. ἀνιηρέστερος Ὀδ. Β. 190 (πρβλ. ἄκρατος). II. παθ., τεθλιμμένος, οἰκτρός, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14: - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀθλίως, οἰκτρῶς, ζῆν, ὁ αὐτ. Ἀπομ. 1. 6, 4. [Παρ’ Ὁμ. καὶ Σοφ. πάντοτε ᾰνῑ-· ἀνῐηρὸς ὅμως παρὰ Τυρτ. καὶ Θεόγν. ἔνθ’ ἀνωτ.· παρ’ Εὐρ. ὡσαύτως καὶ κωμικοῖς ποιηταῖς ᾰνῐᾱρός, - ὥστε τὸ ι ἦτο βραχὺ ἐν τῇ συνήθει γλώσση· πρβλ. ἀνιάω].
English (Slater)
ᾰνῐᾱρός grievous, distressing ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις (O. 12.11) φαντὶ δ' ἔμμεν τοῦτ ἀνιαρότατον (P. 4.288) ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνιαρός, -ά, -όν) ανία
αυτός που προκαλεί ανία
νεοελλ.
πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος
αρχ.
1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός
2. (για ζώα) βλαβερός
3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος.
Greek Monotonic
ἀνιᾱρός: -ά, -όν, Ιων. ἀνιηρός, -ή, -όν (ἀνιάω),
I. 1. ενοχλητικός, στενάχωρος, θλιβερός, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Οδ.· ἐχθροῖς ἀνιαροί, σε Αριστοφ.· λέγεται για ζώα, σε Ηρόδ.· επίρρ. ἀνιαρῶς, σε Σοφ.
2. λέγεται για πράγματα, επίπονος, λυπηρός, μελαγχολικός, σε Θέογν. κ.λπ.· ανώμ. συγκρ., ἀνιηρέστερος, σε Ομήρ. Οδ.
II. Παθ., θλιμμένος, οικτρός, σε Ξεν.· επίρρ. -ρῶς, άθλια, οικτρά, στον ίδ. (Στον Όμηρ. και Σοφ. πάντοτε ῑ, στους άλλους ποιητές ῐ).
Middle Liddell
ἀνιάω [In Hom and Soph. always ανῑ-, in other Poets ανι-.]
I. grievous, troublesome, annoying, of persons, Od.; ἐχθροῖς ἀνιαροί Ar., of animals, Hdt.:—adv. ἀνιαρῶς Soph.
2. of things,
I. painful, grievous, distressing, Theogn., etc.; irreg. comp. ἀνιηρέστερος Od.
II. pass. grieved, distressed, Xen.:—adv. -ρῶς wretchedly, Od.
English (Woodhouse)
distressing, grievous, lamentable
Mantoulidis Etymological
(=ἐνοχλητικός, θλιβερός). Ἀπό τό ἀνία (=πόνος, θλίψη), ἀπό ὅπου καί τό ρῆμα ἀνιάω (=λυπῶ) καί τό ἀνιάζω (=λυπῶ). Ἡ ρίζα του δέν εἶναι φανερή. Ἴσως ἀπό τό α στερητ. + ἰάομαι ἤ α στερητ. + ἰέναι.
Translations
painful
Arabic: أَلِيم, مُؤْلِم, مُوجِع; Belarusian: балючы; Bikol Central: makulog; Bulgarian: болезнен, мъчителен, болен; Catalan: dolorós; Chinese Mandarin: 痛苦的, 疼痛的; Czech: bolestivý, bolavý, bolestný; Danish: smertefuld, smertelig; Esperanto: dolora; Finnish: kivulias, tuskallinen; French: douloureux; Galician: doloroso; Georgian: მტკივნეული; German: schmerzhaft; Greek: επώδυνος, οδυνηρός, λυπηρός; Ancient Greek: ἀλγεινός, ἀλγηρός, ἀλγινόεις, ἀλγυντήρ, ἀλεγεινός, ἀνιαρός, ἀνιηρός, ἅνιος, ἀργαλέος, ἀχθεινός, ἀχθηρός, βαρύμοχθος, βαρύς, γοερός, δακνῶδες, δακνώδης, διώδυνος, δυηπαθής, δυήπαθος, δυσπενθής, δυσπονής, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐναλγής, ἐπαλγής, ἐπίλυπος, ἐπίπονος, ἐπωδύνιος, ἐπώδυνος, λευγαλέος, λυπηρός, λυπρός, μογερός, ὀδυναρός, ὀδυνηρός, ὀδυνηφόρος, ὀδυνῶδες, ὀδυνώδης, πενθάς, περιαλγής, περιώδυνος, πικρός, πονηρός, πραγματώδης, σμυγερός, τανηλεγής, χαλεπός; Hawaiian: ʻeha; Hungarian: fájdalmas; Ingrian: vaivakas; Irish: pianmhar, pianúil, pianach, piantach, piantúil, léanmhar; Italian: doloroso; Japanese: 痛い, 痛みの伴う; Korean: 아프다; Macedonian: болен; Maori: tārū, tārūrū, hīrawerawe, pāwera, pāwerawera; Mbyá Guaraní: axy; Norwegian Bokmål: smertefull; Nynorsk: smertefull; Occitan: dolorós; Polish: bolesny; Portuguese: doloroso, dolorido; Romanian: dureros; Russian: болезненный, мучительный, больной; Sanskrit: दुःख; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̑лан; Roman: bȏlan; Slovak: bolestivý, boľavý; Slovene: boleč; Spanish: doloroso; Swedish: smärtsam; Tagalog: masakit; Tausug: masakit; Tocharian B: laklese; Ukrainian: болючий, болісний; Waray-Waray: maul-ul, masu-ol