εὐάχητος, Dor. for εὐηχ-.
εὐᾱχής: дор. Pind. = εὐηχής.
εὐᾱχής: εὐάχητος, Δωρ. ἀντὶ εὐηχής, εὐήχητος.
εὐᾱχής sweet sounding εὐαχέα ὕμνον (P. 2.14)
εὐαχής, -ές (Α)δωρ. τ., βλ. ευηχής.
εὐᾱχής: εὐάχητος, Δωρ. αντί εὐηχ-.