Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
καπνέως, v. κάπνειος.
[Seite 1323] ἡ, ἄμπελος, = κάπνιος, Arist. gen. anim. 4, 4.
κάπνεος: ἡ (sc. ἄμπελος) дымчатый, т. е. темный виноград Arst.
κάπνεος: κάπνεως, ἴδε κάπνιος.
κάπνεος και καπνέως, ἡ (Α)βλ. κάπνειος.