καταρμόζω

Revision as of 09:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ion. for καθαρμόζω.

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καθαρμόζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρμόζω Ion. voor καθαρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

καταρμόζω: ион. = κᾰθαρμόζω.

Greek (Liddell-Scott)

καταρμόζω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καθαρμόζω.

Greek Monolingual

καταρμόζω (Α)
ιων. τ. του καθαρμόζω.

Greek Monotonic

καταρμόζω: Ιων. αντί καθαρμόζω.