καθαρμόζω
English (LSJ)
join to or fit to, βρόχον δείρᾳ E.Hipp.771 (lyr.); [πλόκαμον] ὑπὸ μίτρᾳ Id.Ba.929; βάσιν χερσὶ προσθίαν καθαρμόσας fitting its forefeet to my hands, Id.Rh.210; fit clamps into their places, IG7.3073.72 (Lebad.):—Med., Ph.1.342.
German (Pape)
[Seite 1281] daranfügen, anpassen; βρόχον δέρᾳ Eur. Hipp. 771; pass., πλῆκτρα ἐπὶ ζυγοῖς καθήρμοστο Rhes. 767.
French (Bailly abrégé)
ao. καθήρμοσα;
arranger, adapter, ajuster : βρόχον δέρᾳ EUR un lacet à son cou (pour se pendre).
Étymologie: κατά, ἁρμόζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-αρμόζω pasklaar maken, laten passen (bij), met acc. en dat.: βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δειρᾷ een strop om haar blanke hals passend Eur. Hipp. 770; ὡς ἐγώ νιν μίτρᾳ καθήρμοσα zoals ik deze (haarlok) onder de haarband had geschoven Eur. Ba. 929.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαρμόζω: ион. καταρμόζω
1 прилаживать, пригонять, вставлять (τὸν λίθον Her.);
2 приставлять, прикладывать (βρόχον δέρᾳ Eur.);
3 укладывать, убирать (πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ Eur.).
Greek Monolingual
(Α καθαρμόζω)
εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + αρμόζω].
Greek Monotonic
καθαρμόζω: μέλ. -σω, προσαρμόζω ή ενώνω, συναρμολογώ, τί τινι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καθαρμόζω: προσαρμόζω, προσάπτω, βρόχον δείρᾳ Εὐρ. Ἱππ. 771· πλόκαμον ὑπὸ μίτρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 929· - περὶ τοῦ χωρίου ἐν Εὐρ. Ρήσ. 210, ἴδε ἐν λ. πρόσθιος.
Middle Liddell
fut. σω
to join or fit to, τί τινι Eur.