τύχος
English (LSJ)
ὁ, v. τύκος.
German (Pape)
[Seite 1167] ὁ, s. τύκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύχος -ου, ὁ zie τύκος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τύκος.
ὁ, v. τύκος.
[Seite 1167] ὁ, s. τύκος.
τύχος -ου, ὁ zie τύκος.
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τύκος.