v. ὄμνυμι.
3ᵉ sg. de ὀμοῦμαι.
ὀμεῖται: 3 л. sing. fut. к ὄμνυμι.
ὀμεῖται: ἴδε ἐν λέξ. ὄμνυμι.
see ὄμνῦμι.
ὀμεῖται: γʹ ενικ. μέλ. του ὄμνυμι.