ὄμνυμι

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄμνῡμι Medium diacritics: ὄμνυμι Low diacritics: όμνυμι Capitals: ΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: ómnymi Transliteration B: omnymi Transliteration C: omnymi Beta Code: o)/mnumi

English (LSJ)

Pi.P.4.166, etc.; imper.
A ὄμνῠθι Il.23.585, ὄμνῡ S.Tr.1185, E.Med.746, cf. Orac. ap. Hdt.6.86. γ; 3sg. ὀμνύτω IG12.134.5; 3pl. ὀμνύντων. Foed. ap. Th.5.47, IG12.87.24 : impf. ὤμνυν Ar.Av.520, Ec. 823, D.17.10, etc. : also (from pres. ὀμνύω) 3sg. imper. ὀμνῠέτω Il. 19.175; part. ὀμνύουσα Hyp.Ath.2 : impf. ὤμνῠον Il.14.278, Foed. ap.Th.5.19,24, IG22.236.14, etc. (for pres. ind. the Trag. and Ar. use only ὄμνυμι, Hdt. and Att. Prose writers also ὀμνύω, which also occurs in Com., Pherecr.143.9, Amphis 42, Diph.101, Antiph.241.1, Alex.160; in Hdt.1.153 ὀμνύντες is restored for the dub. form ὀμοῦντες) : fut. ὀμοῦμαι, εῖ, εῖται, Il.1.233,9.274, Hes.Op.194, Ar.Nu. 246, Lys.193, X.HG1.3.11, etc.; Dor. 1pl. ὀμιώμεθα Ar.Lys.183; later fut. ὀμόσω AP12.201 (Strat.), Plu.Cic.23, etc. : aor. ὤμοσα Od. 4.253, etc.; Ep. ὤμοσσα Il.20.313; Ep. also without augm. ὄμοσα, -οσσα, 19.113,10.328 : pf. ὀμώμοκα E.Hipp.612, Ar.Ra.1471, etc. : plpf. ὠμωμόκειν X.HG5.1.35, D.9.16, 19.318 :—Med., Paus.10.26.3, aor. part. ὀμοσάμενος SIG531.28 (Dyme, iii B. C.), IG5(2).357.11 (Stymphalus), also in compounds ἀντόμνυμι, ἀπόμνυμι, διόμνυμι, ὑπόμνυμι :—Pass., fut. ὀμοσθήσομαι And.3.34 : aor. ὠμόσθην X.HG7.4.10, (ὑπ-) Hyp.Fr.202; but ὠμόθην Is.2.40, (ὑπ-) D.48.25 : pf. 3sg. ὀμώμοται A.Ag.1284, ὀμώμοσται E.Rh.816, Arist.Rh.1377a11; 3pl. ὀμώμονται Lexap.And. 1.98; part. ὀμωμοσμένος D.7.10, 22.4, Arist.Rh.1377b7 (ὠμοσμένος v.l. in App.Pun.83, etc.) :—swear, c. acc. cogn., ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον Il.19.175, al.; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ 3.279; ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Hes.Op.282 : c. dat. pers., νῦν μοι ὄμοσσον . . ὅρκον Il.19.108, al.; πρός τινα Od.14.331, 19.288 :—Pass., ὀμώμοται γὰρ ὅοκος ἐκ θεῶν A.Ag. 1284; ὅρκων ὀμωμος μένων D.7.10; εἰ ὀμώμοσται οὗτος [ὁ ὅρκος] Arist. Rh.1377a11, cf. b7.
II swear to a thing, affirm by oath or confirm by oath,
1 followed by acc., ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι Il.19.187, cf. S.OC1145, X.Ages.1.11; ὄμνυμι τὰς σπονδάς Foed. ap. Th.5.47; τὴν εἰρήνην D.18.32, cf. 9.16; θεῶν πίστεις τινί Th.5.30, etc.
2 followed by fut. inf., swear that one will . ., Il.21.373, etc., cf. S.Ph.623,941 (pres. inf., D.21.188 codd.) : freq. with ἦ μέν, Att. ἦ μήν, preceding the inf., καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι . . ἀρήξειν Il.1.76, cf. 10.321, Lys.31.1, X.HG 5.3.26, etc. : also by aor. inf. and ἄν, Id.An.7.7.40 : by pres. inf., swear that one does . ., S.Ph.357 : by pf. inf., swear that one has . ., D.21.119; ὤμνυς μὴ γεγονέναι Magn.6 : by aor. inf., swear that one did . ., ὀμνύουσι μὴ 'κπιεῖν ἀλλ' ἢ μίαν Pherecr.143.9, cf. Hdt.2.179 (aor. inf. is perhaps used, without ἄν, in fut. sense, D.23.170 (s.v.l.)) : sometimes a clause follows in the ind., ὀμνύω... ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην X.An. 6.1.31; ὄμνυμί σοι... οὐκ ἤθελον . . Theoc.Adon.22.
3 abs., εἶπον ὀμόσας ἄν I would have given my word of honour, Pl.Smp. 215d.
III with acc. of the person or thing sworn by, swear by, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Il.14.271; γαιήοχον ἐννοσίγαιον ὄμνυθι 23.585, cf. 15.40, Hdt.5.7, A.Th.529, S.Tr.1185, etc.; ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς D.18.217; ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς followed by inf., X.An.6.6.17, cf. 6.1.31 : rarely c. dat., τῷ γὰρ ὄμνυτ'; ἢ σιδαρέοισι; Ar.Nu.248 : in Prose also with Preps., ὀ. καθ' ἱερῶν τελείων Lex ap.And.1.97, Th.5.47; κατ' ἐξωλείας D.21.119; κατὰ τῆς Πολιάδος Luc.Symp.32; εἰς τὸν Οὐιτέλλιον Plu.Oth.18; ἐπὶ τῶν ἱερῶν Plb.38.20.5; ἐν Κυρίῳ LXXJd.21.7; ἐν τῷ ναῷ Ev.Matt.23.16 :—Pass., ὀμώμοσται Ζεύς = Zeus has been sworn by, adjured, E.Rh.816, cf. Ar.Nu. 1241.

German (Pape)

[Seite 332] fut. ὀμοῦμαι, selten ὀμόσω, Strat. 43 (XII, 201), Plut. Cic. 23, ὀμόσομαι, Philop. 11, lakonisch ὀμιώμεθα, Ar. Lys. 183, aor. ὤμοσα, perf. ὀμώμοκα, pass. ὀμώμοσμαι, ὀμώμοσται, Eur. Rhes. 816, Arist. rhet. 1, 15, auch ὀμώμοται, Aesch. Ag. 1251; Ar. Lys. 1007; Dem. 20, 159; ὀμώμονται Andoc. 1, 98, ὀμωμοσμένος Dem. 22, 4 u. Arist. a. a. O., aor. ὠμόσθην Xen. Hell. 7, 4, 10, gew. ὠμόθην, Isae. 2, 40; – schwören, sowohl absol., ὤμνυε δ' ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ' ὀνόμηνεν ἅπαντας, Il. 14, 278, als auch ὅρκον, den Eid schwören, ὀανυέτω δέ τοι ὅρκον, 19, 175 u. öfter, wie Pind. Ol. 6, 20; ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, Il. 3, 279, wer einen Meineid schwören sollte; Hes. O. 284 Th. 232; aber auch ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσσαι, das will ich beschwören, Il. 19, 187. – Daher pass.; ὀμώμοται γὰρ ὅρκος ἐκ θεῶν μέγας, Aesch. Ag. 1257; ὅρκο υς ὀμνὺς ψευδεῖς, Plat. Legg. XI, 917 a; auch τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 47; ὅρκοι ὀμοσθήσονται, Andoc. 3, 34; – πρός τινα, wie wir sagen »Einem Etwas zuschwören«, Od. 14, 331. 19, 288; – mit dem accus. des Gottes, bei dem man schwört, Ἔννοσίγαιον ὄμνυθι, Il. 23, 585, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ, 14, 271; so ὄμνυσι δ' αἰχμήν, Aesch. Spt. 511; ὄμνυ Διός νυν κάρα, Soph. Trach. 1175; σεμνὴν Ἄρτεμιν, Eur. Hipp. 713, öfter; auch pass., Ζεὺς ὀμώμοσται πατήρ, ist beim Schwur angerufen, Rhes. 816; ὄμνυμι θεῶν πίστεις, Thuc. 5, 30; μηδένα θεῶν, Isocr. 1, 23, bei keinem der Götter schwören, keinen im Schwur anrufen; – τινί, Einem schwören, ὀμώμοκα γὰρ αὐτῷ, Plat. Charm. 157 c; πάντες τούτοις ὤμοσαν βοηθήσειν, Legg. III, 683 d; Xen., der auch ὀμνύοντες sagt, Conv. 4, 10; ὤμνυε κατ' ἐξωλείας μηδὲν εἰρηκέναι, Dem. 21, 119 (s. ἐξώλεια); auch κατὰ τῶν παίδων ὀμνύς, 54, 40, u. καθ' ἱερῶν ὀμνύναι (s. unter κατά I, 4), wie noch Luc. sagt κατὰ τῆς Πολιάδος ὤμοσα μὴ εἰληφέναι, Conviv. 32. – Die Worte des Schwures werden häufig mit ἦ μήν eingeleitet, s. diese Partikeln. – Über den inf. aor. statt fut. s. Lob. zu Phryn. 750. – S. noch ὀμόω. – Wahrscheinlich mit ὁμός zusammenhangend, durch einen Eid verbinden, verpflichten.

French (Bailly abrégé)

impf. ὤμνυν, f. ὀμοῦμαι, réc. ὀμόσω, ao. ὤμοσα, pf. ὀμώμοκα;
Pass. f. ὀμοσθήσομαι, ao. ὠμόθην, pf. ὀμώμομαι et ὀμώμοσμαι;
1 jurer : ὅρκον ὀμόσαι prononcer un serment ὀμν. τινί, ὀμν. ὅρκον τινί, πρός τινα, faire un serment à qqn;
2 invoquer comme témoin d'un serment, jurer par : ὀμν. Ζῆνα EUR, θεόν ISOCR jurer par Zeus, par un dieu, Διὸς κάρα ESCHL par la tête de Zeus, Στυγὸς ὕδωρ IL par l'eau du Styx, etc.
3 affirmer ou promettre par serment, acc. : σπονδάς THC, τὴν εἰρήνην DÉM confirmer par un serment ou jurer un traité, la paix.
Étymologie: DELG étym. pas sûrement établie.

Russian (Dvoretsky)

ὄμνῡμι: и ὀμνύω (fut. ὀμοῦμαι - поздн. ὀμόσω и ὀμόσομαι; impf. ὤμνῡν и ὤμνῠον; aor. ὤμοσα - эп. ὄμοσ(σ)α, pf. ὀμώμοκα, ppf. ὠμωμόκειν и ὀμωμόκειν; pass.: aor. ὠμό(σ)θην, fut. ὀμοσθήσομαι, pf. ὀμώμο(σ)μαι; эп. 2 л. sing. imper. praes. ὄμνῠθι)
1 (тж. ὀ. ὅρκον Hom., Thuc. etc.) приносить клятву, клясться: ὀ. τινά (τι) Eur. etc., κατά τινος Dem. etc., τινί, εἴς τι и ἔν τινι NT клясться кем(чем)-л.; ὄμνυμι (ὅρκον) τινί или πρός τινα Hom. давать клятву кому-л.; Ζεὺς ὀμώμοσται Eur. именем Зевса принесена клятва; ὀμώμοται ὅρκος ἐκ θεῶν Aesch. (самими) богами дана клятва; ἐπίορκον ὄμνυμι Hom. давать ложную клятву;
2 клятвенно обещать, заверять клятвой, клятвенно обязаться соблюдать (σπονδάς Thuc.; εἰρήνην Dem.): εῖπον ὀμόσας ἄν Plat. я готов клятвенно заявить.

Greek (Liddell-Scott)

ὄμνῡμι: Πίνδ. καὶ Τραγ.: προστ. ὄμνῠθι Ἰλ. Ψ. 585, ὄμνῡ Σοφ. Τρ. 1185, Εὐρ., Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 6. 86· γ΄ πληθ. ὀμνύντων Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· παρατ. ὤμνυν Ἀριστοφ. Ὄρν. 520, Ἐκκλ. 823, Δημ. κλ.· ὡσαύτως (ἐκ τοῦ ἐνεστ. ὀμνύω): γ΄ ἑνικ. προστ. ὀμνυέτω Ἰλ. Τ. 175: - παρατ. ὤμνυον Ξ. 278, Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 19, 24· - (ὡς ἐνεστ. ὁριστ. οἱ Τραγ. καὶ ὁ Ἀριστοφ. μεταχειρίζονται μόνον τὸ ὄμνυμι, ὁ δὲ Ἡρόδ. καὶ οἱ Ἀττικοὶ πεζογράφοι χρῶνται καὶ τῷ ὀμνύω, ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Φερεκράτει ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, καὶ ἐν τῇ Νέᾳ κωμῳδίᾳ, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 729· παρ’ Ἡρόδ. 1. 153 ὀμνύντες ἐκ διορθώσεως τοῦ Βεκκήρ. καὶ Δινδ. ἀντὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ὀμοῦντες)· - μέλλ. ὀμοῦμαι, -εῖ, -εῖται, Ἰλ. Α. 233, Ἀριστοφ. Νεφ. 246, Λυσ. 193, Ξεν., κλ.: Δωρ. α΄ πληθ. ὀμιώμεθα Ἀριστοφ. Λυσ. 183· παρὰ μεταγεν. μέλλ. ὀμόσω Ἀνθ. Π. 12. 201, Πλουτ. Κικ. 23, κτλ.: - ἀόρ. ὤμοσα Ὀδ. Δ. 253, Ἀττ.: Ἐπικ. ὤμοσσα Ἰλ. Υ. 313· Ἐπικ. ὡσαύτως ἄνευ αὐξήσ. ὄμοσα, -οσσα, Τ. 113. Κ. 328· - πρκμ. ὀμώμοκα Εὐρ. Ἱππ. 612, Ἀριστοφ., κλ.: ὑπερσ. ὀμωμόκειν (ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. ὠμ-) Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 35, Δημ. 114. 21., 443. 17. - Μέσ., Παυσ. 40. 26, 3· ἀλλαχοῦ ἐν συνθέτοις ἀντ-, ἀπ-, ὑπ-: - Παθ., μέλλ. ὀμοσθήσομαι Ἀνδοκ. 27. 43: ἀόρ. ὠμόσθην Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 0. (ὑπ-), Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 63. 7· ἀλλὰ ὠμόθην Ἰσαῖος «περὶ τοῦ Μενεκλ. Κλήρ.» 40, (ὑπ-) Δημ. 1174. 8· - πρκμ. γ΄ ἑνικ. ὀμώμοται Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290, ὀμώμοσται Εὐρ. Ρῆσ. 816, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 3· γ΄ πληθ. ὀμώμονται Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 19· μετοχ. ὀμωμοσμένος Δήμ. 79. 9., 594. 17· ἀλλὰ ὠμοσμένος Διον. Ἁλ. 10. 22, Ἀππ., κλ. Ὁρκίζομαι, Ὅμ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὀμνυέτω δὲ τοι ὅρκον Ἰλ. Τ. 175, κτλ.· ὅ τις κ’ ἐπίορκον ὀμόσσῃ Γ. 279· ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσας Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 280 μετὰ δοτ. προσ., νῦν μοι ὄμοσσον... ὅρκον Ἰλ. Τ. 108, 175, κτλ.· ὡσαύτως, πρός τινα Ὀδ. Ξ. 331, Τ. 288. - Παθ., ὀμώμοται γάρ ὅρκος ἐκ θεῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1290· ὅρκων ὀμωσαμένων Δημ. 79. 9. ΙΙ. ὁρκίζομαι διά τι, βεβαιῶ τι ἐνόρκως, 1) ἑπομένης αἰτ., ταῦτα δ’ ἐγών ἐθέλω ὀμόσαι Ἰλ. Τ. 187, πρβλ. Ο. 40, Σοφ. Ο. Κ. 1145, Ξεν. Ἀγησ. 1, 11· ὄμν. τὰς σπονδὰς Σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 5. 47· τὴν εἰρήνην Δημ. 236. 8· θεῶν πίστεις τινὶ Θουκ. 5. 30, κτλ. - Παθ., εἰ ὀμώμοσται οὗτος (δηλ. ὁ ὅρκος) Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 27, πρβλ. 32. 2) ἑπομένου μέλλ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι θὰ..., Ἰλ. Φ. 373, κτλ., πρβλ. Σοφ. Φ. 623, 941· - συχνάκις μετὰ τοῦ ἧ μὲν ἢ (παρ’ Ἀττ.) ἦ μὴν τιθεμένου πρὸ τοῦ ἀπαρεμφ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μὲν μοι... ἀρήξειν Ἰλ. Α. 76, πρβλ. Κ. 321, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., Λυσ. 186. 42, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 26, κτλ.· - ἀλλὰ καὶ μετ’ ἀπαρ. ἀορ. μετὰ τοῦ ἄν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 7, 40· - ἑπομένου ἀπαρεμφ. ἐνεστ., ὁρκίζομαι ὅτι κάμνω τι, ὀμνύντες βλέπειν τὸν οὐκέτ’ ὄντα ζῶντ’ Ἀχιλλέα πάλιν Σοφ. Φιλ. 357· - μετ’ ἀπαρ. πρκμ., ὁρκίζομαι ὅτι δὲν ..., Δημ. 553. 17· ὤμνυς μὴ γεγονέναι Μάγνης ἐν «Πυτ(Τιτ)ακίδῃ» 1· μετ’ ἀπαρ’ ἀορ., ὁρκίζομαι ὅτι ἔκαμά τι, ὀμνύουσι μὴ ’κπιεῖν ἀλλ’ ἦ μίαν Φερεκράτης ἐν «Τυραννίδι» 1. 9, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 179· ἀλλὰ τὸ ἀπαρέμφ. τοῦ ἀορ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει μετὰ σημασίας μέλλοντος ἄνευ τοῦ ἄν, Ἡρόδ. 5.106, Ξεν. Κύρ. 7. 4, 3, Δημ. 677, 16· ἴδε Λοβ. Φρύν. 750· -σπανίως μετ’ ἐξηρτημένης προτάσεως, ὁμόσαι χρὴ τοῦθ’, ὅτι..., Θέογν. 659· -ἐνίοτεπρότασις ἐκφέρεται καθ’ ὁριστικήν, ὁμνύω..., ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην Ξεν. Ἀν. 5. 10, 31· ὄμνυμί σοι..., οὐκ ἤθελον..., Θεόκρ. 30. 22. 3) ἀπολ., εἰπεῖν ὀμόσας, εἰπεῖν μεθ’ ὅρκου, Πλάτ. Συμπ. 245D ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. τοῦ προσώπου ἢ πράγματος εἰς ὅ τις ὁρκίζεται, νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ Ἰλ. Ξ. 271. γαιήοχον Ἐννοσίγαιον ὄμνυθι Ψ. 585· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 5. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 529, Σοφ. Τρ. 1185, κτλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεοὺς Δημ. 301. 1· ὄμνυμι θεοὺς καὶ θεάς, ἑπομένου ἀπαρεμφ., Ξεν. Ἀν. 6. 6, 17· - σπανίως μετὰ δοτ., τῷ δ’ ἄρ’ ὄμνυτ’; ἢ σιδαρέοισι; Ἀριστοφ. Νεφ. 248· - παρὰ πεζογράφοις καὶ μετὰ προθέσεων, ὀμν. κατά τινος Ἀνδοκ. 13. 20, Θουκ. 5. 47, Δημ. 553. 17· κατά τινα Λουκ. Συμπ. 32· εἴς τινα Πλουτ. Ὄθων 10· ἐπί τινος Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. 458. - Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, ἔχει γίνῃ ὅρκος εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Διός, Εὐρ. Ρῆσ. 816, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1241.

English (Slater)

ὄμνῡμι (ὄμνυμι: aor. ὤ[μο]σε, ὀμόσσαις.) swear μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις τοῦτο γέ οἱ σαφέως μαρτυρήσω (O. 6.20) c. fut. inf., “καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” (P. 4.166) ὤ[μο]σε [γὰρ θ]εός μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (supp. Housman) (Pae. 6.112)

Spanish

jurar, conjurar, obligar mediante juramento

Greek Monotonic

ὄμνῡμι: και ὀμνύω· προστ. ὄμνυθι και ὄμνυ· γʹ πληθ. ὀμνύντων, γʹ ενικ. (από ενεστ. ὀμνύω) ὀμνυέτω· παρατ. ὤμνυν, μέλ. ὀμοῦμαι, -εῖ, -εῖται, μεταγεν. ὀμόσω· αόρ. αʹ ὤμοσα, Επικ. ὤμοσσα, ὄμοσα, -οσσα· παρακ. ὀμώμοκα, υπερσ. ὀμωμόκειν — Παθ., μέλ. ὀμοσθήσομαι, αόρ. αʹ ὠμόσθην, γʹ ενικ. παρακ. ὀμώμοται ή ὀμώμοσται, μτχ. ὀμωμοσμένος·
I. ορκίζομαι, σε Όμηρ.· με σύστ. αιτ., ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, οποιοσδήποτε κι αν ψευδορκήσει, στο ίδ.
II. 1. ορκίζομαι για κάτι, επιβεβαιώνω ή επικυρώνω με όρκο, ενόρκως, ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄμν. τὴν εἰρήνην, σε Δημ.
2. ακολουθ. από απαρ. μέλ., ορκίζομαι ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· συχνά με το ἦ μὲν ή (στην Αττ.) το ἦ μήν, να προηγείται του απαρ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, με απαρ. αορ. και ἄν, σε Ξεν.· ακολουθ. από απαρ. ενεστ., ορκίζομαι ότι κάνω κάτι, σε Σοφ.· με απαρ. παρακ. ορκίζομαι ότι δεν, σε Δημ.
3. απόλ., εἰπεῖν ὀμόσας, προβάλλω ισχυρισμό παίρνοντας όρκο, σε Πλάτ.
III. με αιτ. προσ. ή πράγμ. στο οποίο κάποιος ορκίζεται, ορκίζομαι σε, ὀμόσαι Στυγὸς ὕδωρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς, σε Δημ.· σπανίως με δοτ., τῷ δ' ἄρ' ὄμνυτ', σε Αριστοφ. — Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, έχει γίνει όρκος στο όνομα του Δία, έχει επικληθεί σαν μάρτυρας ο Δίας, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

-μαι
Grammatical information: v.
Meaning: to swear, to affirm with an oath, to take a vow(Il.);
Other forms: also -ύω, -ύομαι, aor. ὀμό-σ(σ)αι, -σ(σ)ασθαι, fut. ὀμοῦμαι (Il.), perf. ὀμώμο-κα, -(σ)μαι, aor. pass. ὀμο(σ)θῆναι (Att.).
Compounds: Very often with prefix, e.g. ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, συν-, ὑπ-.
Derivatives: ἀνώμοτος not put under oath and not confirmed by oath with adv. -τί, further συνωμό-της m. comrade in oath with -σία a.o. (IA.); ὁρκωμό-της, s. ὅρκος.
Origin: IE [Indo-European] [778] *h₃emh₃- insist, urge
Etymology: With ὀμό-σαι agrees in formation ἀρό-σαι plough; thus the disyllabic ὀλέ-σαι στορέ-σαι a.o. with different vowel; on ὀμο- rests the future ὀμό[σ]-ομαι, to which analogically ὀμεῖται was created for *ὀμοῦται (Schwyzer 784 n. 3; diff. Sánchez Ruipérez Emer. 18, 406 f.; see also Wackernagel Unt. 3f. and Chantraine Gramm. hom. 1, 62 a. 451). The present ὄμνυμι like ὄλλυμι etc. (Schwyzer 363); the perfect is clearly innovated. The further history of the word remains unclear, as there is no convincing etymology. -- Since Aufrecht RhM 40, 160 one connects generally ὄμνυμι, ὀμόσαι with the Skt. disyllabic athem. root-present ámī-ti about press, urge (after Neisser BB 30, 299ff., Renou JournAs. 1939, 183 f., Benveniste Revue de l'hist. des relig. 134, 81 ff. a.o. however seize with force), beside which sometimes assure urgently (also swear?) v. t. This interpretation is now generally accepted. S. Hiersche REGr. 71, 35 ff. and Hoffman, KZ 83(1969)193f. Cf. ὀμοίϊος, ὀμοκλή; s. also on ὅρκος.

Middle Liddell


I. to swear, Hom.; c. acc. cogn., ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον Il.; ὅ τις κ' ἐπίορκον ὀμόσσηι whosoever swears a false oath, Il.
II. to swear to a thing, affirm or confirm by oath, ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι Il.; ὄμν. τὴν εἰρήνην Dem.
2. foll. by inf. fut. to swear that one will . ., Il., Soph.;—often with ἦ μέν or (in Attic) ἦ μήν preceding the inf., καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι ἀρήξειν Il.; so by inf. aor. and ἄν, Xen.:—foll. by inf. pres. to swear that one is doing a thing, Soph.; by inf. perf. to swear that one has done, Dem.
3. absol. εἰπεῖν ὀμόσας to say with an oath, Plat.
III. with acc. of the person or thing sworn by, to swear by, ὀμόσαι Στυγὸς ὕδωρ Il.; ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς Dem.;—rarely c. dat., τῶι δ' ἄρ' ὄμνυτ'; Ar.:—Pass., ὀμώμοσται Ζεύς Zeus has been sworn by, adjured, Eur.

English (Autenrieth)

imp. ὄμνυθι, ὀμνυέτω, ipf. ὤμνυε, fut. ὀμοῦμαι, -εῖται, aor. ὤμοσα, ὄμο(ς)σα: take oath, swear; ὅρκον (τινί, or πρός τινα), Il. 3.279, Od. 14.331; foll. by inf., also w. acc. of the person or thing in whose name, or by whom or which, the oath is taken, Il. 14.271, Il. 15.40.

Frisk Etymology German

ὄμνυμι: -μαι,
{ómnumi}
Forms: auch -ύω, -ύομαι, Aor. ὀμόσ(σ)αι, -σ(σ)ασθαι, Fut. ὀμοῦμαι (alles seit Il.), Perf. ὀμώμοκα, -(σ)μαι, Aor. Pass. ὀμο(σ)θῆναι (att.),
Grammar: v.
Meaning: schwören, mit einem Eide versichern, beschwören.
Composita : sehr oft mit Präfix, z.B. ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-, συν-, ὑπ-,
Derivative: Davon Abl. wie ἀνώμοτος unvereidigt und unbeschworen mit Adv. — τί, ferner συνωμότης m. Eidgenosse mit -σία u.a. (ion. att.); auch Zusammenbildungen wie ὁρκωμότης, s. ὅρκος.
Etymology : Zu ὀμόσαι stimmt der Bildung nach ἀρόσαι pflügen; hinzu kommen die ebenfalls zweisilbigen aber im Wurzelauslaut abweichenden ὀλέσαι στορέσαι u.a.; auf ὀμο- fußt auch das Futurum ὀμό[σ]-ομαι, wozu analogisch ὀμεῖται für *ὀμοῦται (Schwyzer 784 A. 3; anders Sánchez Ruipérez Emer. 18, 406 f.; dazu noch Wackernagel Unt. 3f. und Chantraine Gramm. hom. 1, 62 u. 451). Das Präsens ὄμνυμι wie ὄλλυμι usw. (Schwyzer 363); das Perfekt ist offenbar neugebildet. Die weitere Geschichte des Wortes bleibt dunkel, da eine überzeugende Etymologie fehlt. — Seit Aufrecht RhM 40, 160 verbindet man allgemein ὄμνυμι, ὀμόσαι mit dem aind. zweisilbigen athem. Wz.präsens ámī-ti etwa andringen, bedrängen, quälen (nach Neisser BB 30, 299ff., Renou JournAs. 1939, 183 f., Benveniste Revue de l'hist. des relig. 134, 81 ff. u.a. dagegen fest anfassen; sehr fraglich), woneben gelegentlich eindringlich versichern (auch schwören?) od. ä. Schon wegen der Abwesenheit gemeinsamer morphologischer Züge wenig greifbar, muß diese Erklärung auch aus semantischen Gründen als hypothetisch gelten oder sogar in Zweifel gezogen werden; s. die Ausführungen von Hiersche REGr. 71, 35 ff. Vgl. ὀμοίϊος, ὀμοκλή; s. auch zu ὅρκος.
Page 2,388

Chinese

原文音譯:ÑmnÚw 翁匿哦
詞類次數:動詞(27)
原文字根:起誓 相當於: (שָׁבַע‎)
字義溯源:起誓*,起(誓),誓,承諾,宣誓,立誓證實
同源字:1) (ἐνορκίζω)宣誓 2) (ἐξορκίζω)要求發誓 3) (ἐξορκιστής)受誓言約束者 4) (ἐπιορκέω)犯偽誓罪 5) (ἐπίορκος)起(誓) 6) (ὄμνυμι / ὀμνύω)起誓 7) (ἐνορκίζω / ὁρκίζω)宣誓 8) (ὅρκος)確定 9) (ὁρκωμοσία)鄭重起誓 10) (συνωμοσία)同心起誓
出現次數:總共(27);太(13);可(2);路(1);徒(2);來(7);雅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 起誓(13) 太5:34; 太5:36; 太23:20; 太23:21; 太23:22; 可6:23; 可14:71; 來3:18; 來6:13; 來6:13; 來6:16; 雅5:12; 啓10:6;
2) 起誓的(7) 太23:16; 太23:16; 太23:18; 太23:18; 太23:20; 太23:21; 太23:22;
3) 我⋯起誓說(2) 來3:11; 來4:3;
4) 他⋯所起的(1) 路1:73;
5) 起了誓(1) 來7:21;
6) 曾起誓(1) 徒2:30;
7) 起誓的說(1) 太26:74;
8) 承諾(1) 徒7:17

Mantoulidis Etymological

(=ὁρκίζομαι). Ἀπό θέμα ομ + πρόσφυμα νυ + μι = ὄμνυμι. Θέμα ομο τοῦ μέλλοντα ὁμόσω ὁμοῦμαι, θέμα ομοσ, γιά τόν παθητ. μέλλ. καί ἀόριστο. Ὁ παρακειμ. καί ὑπερσ. παίρνουν ἀττικό ἀναδιπλασιασμό (ὀμώμοκα ὠμωμόκειν).
Παράγωγα: ἀντωμοσία (=ὅρκος ὅτι θά λεχθῆ ἡ ἀλήθεια καί ἀπό τόν κατήγορο καί ἀπό τόν κατηγορούμενο), ἀνώμοτος (=πού δέν ὁρκίστηκε), ἀπώμοτος (=ὅ,τι μέ ὅρκο λέει κάποιος ὅτι δέν ἔκανε), διωμοσία, ἐνωμοσία, ἐνώμοτος, ἐνωμοτάρχης, ξυνώμοτον (=ἔνορκη συμφωνία), συνωμοσία, συνωμότης, ὑπωμοσία, ὁρκωμοσία.

Léxico de magia

1 jurar c. ac. int. ὁρκίζω ὑμᾶς, ἅτινα ὠμόσατε ἐπὶ Σολομῶνος os conjuro por cuanto jurasteis por Salomón C 10 30 2 conjurar, obligar mediante juramento c. dat. e inf. ὄμνυμί σοι θεούς τε ἁγίους καὶ θεοὺς οὐρανίους μηδενὶ μεταδοῦναι τὴν Σολομῶνος πραγματείαν te conjuro, por los dioses sagrados y los dioses celestiales, a que no compartas con nadie la práctica mágica de Salomón P IV 851

Lexicon Thucydideum

iurare, to swear, 2.73.3, 3.59.2, 4.88.1, 4.119.1, [vulgo commonly ὡμολόγησαν]. 5.17.2, 5.18.1, 5.18.9, 5.19.2, 5.23.4, 5.24.1, 5.30.2, 5.30.3, 5.38.1, 5.47.8, 5.47.85.47.85.47.9, 5.77.4, 5.80.2, 6.72.5.

Translations

swear

Arabic: حَلَفَ‎; Hijazi Arabic: حلف‎; Armenian: երդվել, երդվեցնել; Aromanian: giur; Asturian: xurar; Azerbaijani: and içmək; Belarusian: клясціся, паклясціся, прысягаць, прысягнуць; Bengali: কসম করা; Bulgarian: заклевам се, кълна се; Burmese: ကျိန်; Catalan: jurar; Chinese Mandarin: 發誓/发誓, 賭咒/赌咒; Czech: přísahat; Danish: sværge; Dutch: zweren, een eed afleggen; Esperanto: ĵuri; Faroese: svørja; Finnish: vannoa; French: jurer; Friulian: zurâ, ğurâ; Galician: xurar; Georgian: დაფიცება, ფიცი; German: schwören; Greek: ορκίζομαι; Ancient Greek: ἀποδίδωμι ὅρκον, βωμαίνω, διόμνυμι, διομνύναι, διόμνυσθαι, διομνύω, ἐνόμνυμαι, ἐπόμνυμι, ἐπομνύναι, κατόμνυμι, κατομνύναι, ὄμνυμι, ὀμνύναι, ὅρκον ἀποδιδόναι, ὁρκωμοτεῖν; Hebrew: נשבע‎; Hungarian: esküszik; Icelandic: sverja; Ido: jurar; Italian: giurare; Japanese: 誓う, 契る; Kabuverdianu: jura; Khmer: សច្ចា, សាបាន, ស្បថ; Korean: 맹세하다; Kurdish Central Kurdish: سوێند خواردن‎; Lao: ສະບານ; Latin: iuro; Low German: swören; Macedonian: се колне; Maguindanao: sapa; Malayalam: ആണയിടുക, സത്യം ചെയ്യുക; Maltese: naħlef; Maranao: sapa'; Mauritian Creole: zoure; Mongolian Cyrillic: амлах; Mongolian: ᠠᠮᠠᠯᠠᠬᠤ; Ngazidja Comorian: ulapva; Norman: juther; Norwegian Norwegian Bokmål: sverge; Norwegian Nynorsk: sverja, sverje; Occitan: jurar; Old Norse: sverja; Persian: سوگند خوردن‎, قسم خوردن‎; Polish: przysięgać, przysiąc, przyrzekać, przyrzec, kląć się, zaklinać się; Portuguese: jurar; Romanian: jura; Russian: клясться, поклясться, присягать, присягнуть; Sardinian: giurài, giurare, zurare; Serbo-Croatian Cyrillic: клети се; Roman: kleti se; Sicilian: giurari, jurari; Slovak: prisahať; Slovene: prisegati, priseči; Spanish: jurar; Swahili: -apa; Swedish: svära, svärja; Tajik: қасам хурдан, савганд ёд кардан; Telugu: ఒట్టు పెట్టు, ప్రమాణం చేయు; Thai: สาบาน; Turkish: ant içmek, yemin etmek; Ukrainian: клястися, клястися, поклястися, поклястися, присягати, присягнути; Uzbek: qasamyod qilmoq; Venetian: giurar; Vietnamese: thề; Walloon: djurer; Welsh: tyngu